άκρατος: Difference between revisions
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκρατος]], -ον) (Ν και ακράτος)<br /><b>1.</b> (συνήθ. για υγρά και κυρ. το [[κρασί]]) [[αμιγής]], [[ανόθευτος]], [[αγνός]], [[ανέρωτος]] (στα αρχ. και [[χωρίς]] τη λ. [[οἶνος]], ως ουσ.)<br /><b>2.</b> (μτφ. για καταστάσεις ή περιστάσεις) [[ακραιφνής]], [[απόλυτος]], [[γνήσιος]]<br /><b>3.</b> (για ανθρώπινες ιδιότητες ή αρετές) [[πραγματικός]], [[αληθινός]], ατόφιος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) [[καθαρός]], [[σκέτος]]<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους ή συναισθήματα) [[υπερβολικός]], [[βίαιος]], [[ορμητικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἄκρατον</i>, [[καθαρότητα]], [[έλλειψη]] νοθείας, [[αγνότητα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «<i>ἄκρητοι σπονδαί</i>», σπονδές από άκρατο οίνο<br />«<i>οῑνος [[πάνυ]] [[ἄκρατος]]», πολύ δυνατό [[κρασί]]<br /><b>5.</b> (<b>συγκρ. β.</b>) ἀκρατέστερος και ἀκρατότερος, (<b>υπερθ. β.</b>) ἀκρατέστατος.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκρατος]], -ον) (Ν και ακράτος)<br /><b>1.</b> (συνήθ. για υγρά και κυρ. το [[κρασί]]) [[αμιγής]], [[ανόθευτος]], [[αγνός]], [[ανέρωτος]] (στα αρχ. και [[χωρίς]] τη λ. [[οἶνος]], ως ουσ.)<br /><b>2.</b> (μτφ. για καταστάσεις ή περιστάσεις) [[ακραιφνής]], [[απόλυτος]], [[γνήσιος]]<br /><b>3.</b> (για ανθρώπινες ιδιότητες ή αρετές) [[πραγματικός]], [[αληθινός]], ατόφιος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) [[καθαρός]], [[σκέτος]]<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους ή συναισθήματα) [[υπερβολικός]], [[βίαιος]], [[ορμητικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἄκρατον</i>, [[καθαρότητα]], [[έλλειψη]] νοθείας, [[αγνότητα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «<i>ἄκρητοι σπονδαί</i>», σπονδές από άκρατο οίνο<br />«<i>οῑνος [[πάνυ]] [[ἄκρατος]]», πολύ δυνατό [[κρασί]]<br /><b>5.</b> (<b>συγκρ. β.</b>) ἀκρατέστερος και ἀκρατότερος, (<b>υπερθ. β.</b>) ἀκρατέστατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κεράννυμι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκρασία]], <i>ἀκρατίζω</i> ή [[ἀκρατίζομαι]], [[ἀκρατότης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀκρατοκώδων</i>, [[ἀκρατοπηγόβρυτος]], [[ἀκρατοπότης]], [[ἀκρατοφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ακρατοθέρμες</i>, <i>ακρατοπηγές</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:50, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄκρατος, -ον) (Ν και ακράτος)
1. (συνήθ. για υγρά και κυρ. το κρασί) αμιγής, ανόθευτος, αγνός, ανέρωτος (στα αρχ. και χωρίς τη λ. οἶνος, ως ουσ.)
2. (μτφ. για καταστάσεις ή περιστάσεις) ακραιφνής, απόλυτος, γνήσιος
3. (για ανθρώπινες ιδιότητες ή αρετές) πραγματικός, αληθινός, ατόφιος
αρχ.
1. (για πράγματα) καθαρός, σκέτος
2. (για ανθρώπους ή συναισθήματα) υπερβολικός, βίαιος, ορμητικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄκρατον, καθαρότητα, έλλειψη νοθείας, αγνότητα
4. φρ. «ἄκρητοι σπονδαί», σπονδές από άκρατο οίνο
«οῑνος πάνυ ἄκρατος», πολύ δυνατό κρασί
5. (συγκρ. β.) ἀκρατέστερος και ἀκρατότερος, (υπερθ. β.) ἀκρατέστατος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + -κρατὸς < κεράννυμι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρασία, ἀκρατίζω ή ἀκρατίζομαι, ἀκρατότης.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀκρατοκώδων, ἀκρατοπηγόβρυτος, ἀκρατοπότης, ἀκρατοφόρος
νεοελλ.
ακρατοθέρμες, ακρατοπηγές].