άκανος: Difference between revisions

From LSJ

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄκανος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] αγκαθιού<br /><b>2.</b> η αγκαθωτή [[κορφή]] μερικών καρπών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται ετυμολογικά στη [[ρίζα]] <i>ακ</i>- «[[μυτερός]]», από όπου με μια [[σειρά]] ερρίνων επιθημάτων παρήχθησαν λέξεις, όπως [[ἄκαινα]], [[ἀκόνη]] [[ἄκων]], [[ἀκόντιον]], που συνδέονται όλες με τη [[σημασία]] του «[[οξύς]], [[μυτερός]], [[αιχμηρός]]». Ειδικότερα η λ. [[ἄκανος]] χρησιμοποιήθηκε ως [[βοτανικός]] όρος (<b>[[πρβλ]].</b> και [[ἄκανθα]]), [[αφού]] σχηματίστηκε όπως [[πολλά]] άλλα ονόματα [[φυτών]] με το [[επίθημα]] -<i>ανος</i> (<i>ἄκ</i>-<i>ανο</i>-<i>ς</i>)<br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>βάλ</i>-<i>ανος</i>, <i>πλάτ</i>-<i>ανος</i>, <i>πύ</i>-<i>ανος ράφ</i>-<i>ανος</i> κ.ά. Η λ. [[ἄκανος]] μαρτυρείται [[άπαξ]] με τη [[μορφή]] αθέματου (τριτόκλιτου) τύπου, ως [[ἄκαν]], -<i>ανος</i>. Ακόμη [[είναι]] η λ. που απετέλεσε [[πιθανώς]] τη [[βάση]] για τον σχηματισμό του πολύ εύχρηστου όρου [[ἄκανθα]]<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκανίζω]], [[ἀκανικός]], [[ἀκάνιον]], [[ἀκανώδης]]. Βλ. και [[λήμμα]] <i>ἀκ</i>-].
|mltxt=[[ἄκανος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] αγκαθιού<br /><b>2.</b> η αγκαθωτή [[κορφή]] μερικών καρπών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. ανάγεται ετυμολογικά στη [[ρίζα]] <i>ακ</i>- «[[μυτερός]]», από όπου με μια [[σειρά]] ερρίνων επιθημάτων παρήχθησαν λέξεις, όπως [[ἄκαινα]], [[ἀκόνη]] [[ἄκων]], [[ἀκόντιον]], που συνδέονται όλες με τη [[σημασία]] του «[[οξύς]], [[μυτερός]], [[αιχμηρός]]». Ειδικότερα η λ. [[ἄκανος]] χρησιμοποιήθηκε ως [[βοτανικός]] όρος (<b>πρβλ.</b> και [[ἄκανθα]]), [[αφού]] σχηματίστηκε όπως [[πολλά]] άλλα ονόματα [[φυτών]] με το [[επίθημα]] -<i>ανος</i> (<i>ἄκ</i>-<i>ανο</i>-<i>ς</i>)<br /><b>πρβλ.</b> <i>βάλ</i>-<i>ανος</i>, <i>πλάτ</i>-<i>ανος</i>, <i>πύ</i>-<i>ανος ράφ</i>-<i>ανος</i> κ.ά. Η λ. [[ἄκανος]] μαρτυρείται [[άπαξ]] με τη [[μορφή]] αθέματου (τριτόκλιτου) τύπου, ως [[ἄκαν]], -<i>ανος</i>. Ακόμη [[είναι]] η λ. που απετέλεσε [[πιθανώς]] τη [[βάση]] για τον σχηματισμό του πολύ εύχρηστου όρου [[ἄκανθα]]<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκανίζω]], [[ἀκανικός]], [[ἀκάνιον]], [[ἀκανώδης]]. Βλ. και [[λήμμα]] <i>ἀκ</i>-].
}}
}}

Latest revision as of 21:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄκανος, ο (Α)
1. είδος αγκαθιού
2. η αγκαθωτή κορφή μερικών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. ανάγεται ετυμολογικά στη ρίζα ακ- «μυτερός», από όπου με μια σειρά ερρίνων επιθημάτων παρήχθησαν λέξεις, όπως ἄκαινα, ἀκόνη ἄκων, ἀκόντιον, που συνδέονται όλες με τη σημασία του «οξύς, μυτερός, αιχμηρός». Ειδικότερα η λ. ἄκανος χρησιμοποιήθηκε ως βοτανικός όρος (πρβλ. και ἄκανθα), αφού σχηματίστηκε όπως πολλά άλλα ονόματα φυτών με το επίθημα -ανος (ἄκ-ανο-ς)
πρβλ. βάλ-ανος, πλάτ-ανος, πύ-ανος ράφ-ανος κ.ά. Η λ. ἄκανος μαρτυρείται άπαξ με τη μορφή αθέματου (τριτόκλιτου) τύπου, ως ἄκαν, -ανος. Ακόμη είναι η λ. που απετέλεσε πιθανώς τη βάση για τον σχηματισμό του πολύ εύχρηστου όρου ἄκανθα
ΠΑΡ. αρχ. ἀκανίζω, ἀκανικός, ἀκάνιον, ἀκανώδης. Βλ. και λήμμα ἀκ-].