άχνη: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
(7)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἄχνη]], Α και [[ἄχνα]], δωρ. τ.)<br /><b>1.</b> [[αχνός]], [[ατμός]]<br /><b>2.</b> λεπτή [[σκόνη]] από [[αλεύρι]]<br /><b>3.</b> [[σκόνη]] από [[μέταλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[υγρό]]) [[αφρός]] ([[ιδίως]] της θάλασσας)<br /><b>2.</b> [[δροσιά]], [[πάχνη]]<br /><b>3.</b> [[καπνός]]<br /><b>4.</b> το [[φλούδι]] που παρασύρει ο [[άνεμος]] [[κατά]] το [[λίχνισμα]], το [[λεπτό]] [[άχυρο]]<br /><b>5.</b> <b>ιατρ.</b> [[εφίδρωση]]<br /><b>6.</b> [[γάζα]] από νήματα λινού υφάσματος, [[ξαντό]]<br /><b>7.</b> (η αιτ. ως επίρρ.) <i>ἄχνην</i><br />λίγο, ελάχιστο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[άχνη]] συνδέεται συγχρόνως με τις λ. <i>άχυρον</i> (με διαφορετικό [[επίθημα]]) και [[αφρός]]. Η λ. [[άχνη]] απαντά στην [[Ιλιάδα]] και δηλώνει «το [[λεπτό]] [[φλούδι]] του σταριού», απ' όπου προέκυψαν οι μεταγενέστερες σημασίες «[[χνούδι]] κυδωνιού», «[[γάζα]] από λινό ύφασμα, [[ξαντό]]» (Ιπποκράτης), «λεπτότατο ύφασμα» (Σοφοκλής) και «[[σκόνη]] από [[μέταλλο]]» ([[Πλούταρχος]]). Στην [[ποίηση]], [[επίσης]], ο όρος [[άχνη]] χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει «τον αφρό», [[ιδίως]] της θάλασσας ([[Όμηρος]]), [[αλλά]] και του κρασιού (Ευριπίδης) και των δακρύων (Σοφοκλής). Τέλος, συνεκδοχικά στον Σοφοκλή δηλώνει και «τη [[δροσιά]]», ως [[ιατρικός]] όρος δε στον Ιπποκράτη «την [[εφίδρωση]]». Βλ. και λ. <i>ακ</i>-].
|mltxt=η (AM [[ἄχνη]], Α και [[ἄχνα]], δωρ. τ.)<br /><b>1.</b> [[αχνός]], [[ατμός]]<br /><b>2.</b> λεπτή [[σκόνη]] από [[αλεύρι]]<br /><b>3.</b> [[σκόνη]] από [[μέταλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[υγρό]]) [[αφρός]] ([[ιδίως]] της θάλασσας)<br /><b>2.</b> [[δροσιά]], [[πάχνη]]<br /><b>3.</b> [[καπνός]]<br /><b>4.</b> το [[φλούδι]] που παρασύρει ο [[άνεμος]] [[κατά]] το [[λίχνισμα]], το [[λεπτό]] [[άχυρο]]<br /><b>5.</b> <b>ιατρ.</b> [[εφίδρωση]]<br /><b>6.</b> [[γάζα]] από νήματα λινού υφάσματος, [[ξαντό]]<br /><b>7.</b> (η αιτ. ως επίρρ.) <i>ἄχνην</i><br />λίγο, ελάχιστο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[άχνη]] συνδέεται συγχρόνως με τις λ. <i>άχυρον</i> (με διαφορετικό [[επίθημα]]) και [[αφρός]]. Η λ. [[άχνη]] απαντά στην [[Ιλιάδα]] και δηλώνει «το [[λεπτό]] [[φλούδι]] του σταριού», απ' όπου προέκυψαν οι μεταγενέστερες σημασίες «[[χνούδι]] κυδωνιού», «[[γάζα]] από λινό ύφασμα, [[ξαντό]]» (Ιπποκράτης), «λεπτότατο ύφασμα» (Σοφοκλής) και «[[σκόνη]] από [[μέταλλο]]» ([[Πλούταρχος]]). Στην [[ποίηση]], [[επίσης]], ο όρος [[άχνη]] χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει «τον αφρό», [[ιδίως]] της θάλασσας ([[Όμηρος]]), [[αλλά]] και του κρασιού (Ευριπίδης) και των δακρύων (Σοφοκλής). Τέλος, συνεκδοχικά στον Σοφοκλή δηλώνει και «τη [[δροσιά]]», ως [[ιατρικός]] όρος δε στον Ιπποκράτη «την [[εφίδρωση]]». Βλ. και λ. <i>ακ</i>-].
}}
}}

Latest revision as of 22:03, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (AM ἄχνη, Α και ἄχνα, δωρ. τ.)
1. αχνός, ατμός
2. λεπτή σκόνη από αλεύρι
3. σκόνη από μέταλλο
αρχ.
1. (για υγρό) αφρός (ιδίως της θάλασσας)
2. δροσιά, πάχνη
3. καπνός
4. το φλούδι που παρασύρει ο άνεμος κατά το λίχνισμα, το λεπτό άχυρο
5. ιατρ. εφίδρωση
6. γάζα από νήματα λινού υφάσματος, ξαντό
7. (η αιτ. ως επίρρ.) ἄχνην
λίγο, ελάχιστο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Κατά μία άποψη, η λ. άχνη συνδέεται συγχρόνως με τις λ. άχυρον (με διαφορετικό επίθημα) και αφρός. Η λ. άχνη απαντά στην Ιλιάδα και δηλώνει «το λεπτό φλούδι του σταριού», απ' όπου προέκυψαν οι μεταγενέστερες σημασίες «χνούδι κυδωνιού», «γάζα από λινό ύφασμα, ξαντό» (Ιπποκράτης), «λεπτότατο ύφασμα» (Σοφοκλής) και «σκόνη από μέταλλο» (Πλούταρχος). Στην ποίηση, επίσης, ο όρος άχνη χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει «τον αφρό», ιδίως της θάλασσας (Όμηρος), αλλά και του κρασιού (Ευριπίδης) και των δακρύων (Σοφοκλής). Τέλος, συνεκδοχικά στον Σοφοκλή δηλώνει και «τη δροσιά», ως ιατρικός όρος δε στον Ιπποκράτη «την εφίδρωση». Βλ. και λ. ακ-].