ίσκω: Difference between revisions

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἴσκω]] (Α)<br /><b>επιγρ.</b> (διαφ. τ. επαναλ. ενεστ. του [[εἶμι]]) [[πορεύομαι]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἴσκω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] όμοιο με [[κάτι]] [[άλλο]], [[εξομοιώνω]] («φωνὴν ἴσκουσ' ἀλόχοισιν» — εξοιμοιώνοντας τη [[φωνή]] της με τη [[φωνή]] τών συζύγων, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[νομίζω]] κάποιον όμοιο με κάποιον, [[εκλαμβάνω]], [[παρομοιάζω]] («ἐμὲ σοὶ ἴσκοντες» — νομίζοντάς με όμοιό σου, παίρνοντάς με [[αντί]] για [[σένα]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσποιούμαι]] («[[ἴσκε]] ψεύδεα πολλὰ λέγων ἐτύμοισιν ὁμοῑα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[υποθέτω]], [[φαντάζομαι]] («οἴσκεν [[ἕκαστος]] [[ἀνήρ]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[λέγω]], [[ομιλώ]] («ἴσκον τοιάδε [[πολλά]]», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ενεστ. με μεταβιβαστική σημ. (<span style="color: red;"><</span> <i>Fίκσκω</i>), που συνδέεται με το [[ἔοικα]] και του οποίου μαρτυρείται προστακτ. [[ἴσκε]] και μτχ. <i>ἴσκοντες</i>, <i>ἴσκουσα</i>. Στον Όμηρο και στη [[Σαπφώ]] απαντά τ. [[ἐΐσκω]] <span style="color: red;"><</span> <i>Fε</i>-<i>Fίκ</i>-<i>σκω</i>, ενώ όπου, λόγω μέτρου, δεν [[είναι]] αποδεκτό το αρχικό <i>F</i>, υπετέθη <i>ἐ</i>-<i>Fίσκω</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἴσκω]] (Α)<br /><b>επιγρ.</b> (διαφ. τ. επαναλ. ενεστ. του [[εἶμι]]) [[πορεύομαι]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἴσκω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] όμοιο με [[κάτι]] [[άλλο]], [[εξομοιώνω]] («φωνὴν ἴσκουσ' ἀλόχοισιν» — εξοιμοιώνοντας τη [[φωνή]] της με τη [[φωνή]] τών συζύγων, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[νομίζω]] κάποιον όμοιο με κάποιον, [[εκλαμβάνω]], [[παρομοιάζω]] («ἐμὲ σοὶ ἴσκοντες» — νομίζοντάς με όμοιό σου, παίρνοντάς με [[αντί]] για [[σένα]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προσποιούμαι]] («[[ἴσκε]] ψεύδεα πολλὰ λέγων ἐτύμοισιν ὁμοῑα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[υποθέτω]], [[φαντάζομαι]] («οἴσκεν [[ἕκαστος]] [[ἀνήρ]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[λέγω]], [[ομιλώ]] («ἴσκον τοιάδε [[πολλά]]», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Πρόκειται για ενεστ. με μεταβιβαστική σημ. (<span style="color: red;"><</span> <i>Fίκσκω</i>), που συνδέεται με το [[ἔοικα]] και του οποίου μαρτυρείται προστακτ. [[ἴσκε]] και μτχ. <i>ἴσκοντες</i>, <i>ἴσκουσα</i>. Στον Όμηρο και στη [[Σαπφώ]] απαντά τ. [[ἐΐσκω]] <span style="color: red;"><</span> <i>Fε</i>-<i>Fίκ</i>-<i>σκω</i>, ενώ όπου, λόγω μέτρου, δεν [[είναι]] αποδεκτό το αρχικό <i>F</i>, υπετέθη <i>ἐ</i>-<i>Fίσκω</i>].
}}
}}

Revision as of 22:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

(I)
ἴσκω (Α)
επιγρ. (διαφ. τ. επαναλ. ενεστ. του εἶμι) πορεύομαι.
(II)
ἴσκω (Α)
1. κάνω κάτι όμοιο με κάτι άλλο, εξομοιώνω («φωνὴν ἴσκουσ' ἀλόχοισιν» — εξοιμοιώνοντας τη φωνή της με τη φωνή τών συζύγων, Ομ. Οδ.)
2. νομίζω κάποιον όμοιο με κάποιον, εκλαμβάνω, παρομοιάζω («ἐμὲ σοὶ ἴσκοντες» — νομίζοντάς με όμοιό σου, παίρνοντάς με αντί για σένα, Ομ. Ιλ.)
3. προσποιούμαιἴσκε ψεύδεα πολλὰ λέγων ἐτύμοισιν ὁμοῑα», Ομ. Οδ.)
4. υποθέτω, φαντάζομαι («οἴσκεν ἕκαστος ἀνήρ», Ομ. Οδ.)
5. λέγω, ομιλώ («ἴσκον τοιάδε πολλά», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πρόκειται για ενεστ. με μεταβιβαστική σημ. (< Fίκσκω), που συνδέεται με το ἔοικα και του οποίου μαρτυρείται προστακτ. ἴσκε και μτχ. ἴσκοντες, ἴσκουσα. Στον Όμηρο και στη Σαπφώ απαντά τ. ἐΐσκω < -Fίκ-σκω, ενώ όπου, λόγω μέτρου, δεν είναι αποδεκτό το αρχικό F, υπετέθη -Fίσκω].