αθέρας: Difference between revisions

From LSJ

τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(II)</b><br />ο (Α [[ἀθήρ]])<br /><b>1.</b> το λεπτότατο και ακανθώδες [[μέρος]] του σταχιού, [[άγανο]], [[γένι]]<br /><b>2.</b> [[αιχμή]], [[κόψη]] κοφτερών οργάνων και ειδικότερα όπλων<br /><b>3.</b> [[λεπτό]] και βελονοειδές [[ψαροκόκαλο]], [[αγκάθι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> λεπτή [[σκόνη]] σιτηρών, [[άχνη]]<br /><b>2.</b> το λεπτότερο και εκλεκτότερο [[μέρος]] ενός πράγματος, [[αφρός]], [[αφρόκρεμα]] «διάλεξες τον αθέρα!»<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) ο [[άριστος]] σε κάποια [[ιδιότητα]] ή [[προτέρημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι αθέρες</i><br />[[σανός]], [[άχυρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. συνδέεται με την ΙΕ [[ρίζα]] <i>aņdher</i>/<i>ndher</i> «[[αιχμή]], [[κορυφή]], [[άκρη]]», [[γεγονός]] που θα εξηγούσε και τη διτυπία [[ἀθήρ]] - [[ἀνθέριξ]], [[ἀθερώδης]] - <i>ἀνθερώδης</i>, αν δεν πρόκειται, στη β' [[περίπτωση]], για παρετυμολογική [[επίδραση]] από το <i>ἄνθ</i>-<i>ος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αθερίνη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀθερηίς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αθεριάζομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αθερολόγος]]].
|mltxt=<b>(II)</b><br />ο (Α [[ἀθήρ]])<br /><b>1.</b> το λεπτότατο και ακανθώδες [[μέρος]] του σταχιού, [[άγανο]], [[γένι]]<br /><b>2.</b> [[αιχμή]], [[κόψη]] κοφτερών οργάνων και ειδικότερα όπλων<br /><b>3.</b> [[λεπτό]] και βελονοειδές [[ψαροκόκαλο]], [[αγκάθι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> λεπτή [[σκόνη]] σιτηρών, [[άχνη]]<br /><b>2.</b> το λεπτότερο και εκλεκτότερο [[μέρος]] ενός πράγματος, [[αφρός]], [[αφρόκρεμα]] «διάλεξες τον αθέρα!»<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) ο [[άριστος]] σε κάποια [[ιδιότητα]] ή [[προτέρημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οι αθέρες</i><br />[[σανός]], [[άχυρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. συνδέεται με την ΙΕ [[ρίζα]] <i>aņdher</i>/<i>ndher</i> «[[αιχμή]], [[κορυφή]], [[άκρη]]», [[γεγονός]] που θα εξηγούσε και τη διτυπία [[ἀθήρ]] - [[ἀνθέριξ]], [[ἀθερώδης]] - <i>ἀνθερώδης</i>, αν δεν πρόκειται, στη β' [[περίπτωση]], για παρετυμολογική [[επίδραση]] από το <i>ἄνθ</i>-<i>ος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αθερίνη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀθερηίς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αθεριάζομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αθερολόγος]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:40, 29 December 2020

Greek Monolingual

(II)
ο (Α ἀθήρ)
1. το λεπτότατο και ακανθώδες μέρος του σταχιού, άγανο, γένι
2. αιχμή, κόψη κοφτερών οργάνων και ειδικότερα όπλων
3. λεπτό και βελονοειδές ψαροκόκαλο, αγκάθι
νεοελλ.
1. λεπτή σκόνη σιτηρών, άχνη
2. το λεπτότερο και εκλεκτότερο μέρος ενός πράγματος, αφρός, αφρόκρεμα «διάλεξες τον αθέρα!»
3. (για πρόσωπα) ο άριστος σε κάποια ιδιότητα ή προτέρημα
αρχ.
στον πληθ. οι αθέρες
σανός, άχυρο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. συνδέεται με την ΙΕ ρίζα aņdher/ndher «αιχμή, κορυφή, άκρη», γεγονός που θα εξηγούσε και τη διτυπία ἀθήρ - ἀνθέριξ, ἀθερώδης - ἀνθερώδης, αν δεν πρόκειται, στη β' περίπτωση, για παρετυμολογική επίδραση από το ἄνθ-ος.
ΠΑΡ. αθερίνη
αρχ.
ἀθερηίς
νεοελλ.
αθεριάζομαι.
ΣΥΝΘ. αθερολόγος].