ακέφαλος: Difference between revisions
ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκέφαλος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[κεφάλι]]<br />«ακέφαλο [[νεογνό]]», «οἱ ἀκέφαλοι οἱ ἐν τοῑχι στήθεσι τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχοντες» (μυθικά όντα, Ηρόδ, 4, 191)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει [[αρχή]]<br />«[[ἀκέφαλος]] [[κῶδιξ]]», «[[ἀκέφαλος]] [[λόγος]], μῡθος» (<b>Πλάτ.</b> [[Φαίδρος]] 264c, Νόμ. 752a)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άμυαλος]], [[ανόητος]], [[αναίσθητος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει αρχηγό, [[ομάδα]] που δεν έχει κάποιον επικεφαλής» «ακέφαλο [[κόμμα]]», [[κληρικός]] που δεν υπάγεται στη [[δικαιοδοσία]] επισκόπου<sup>1</sup><br /><b>μσν.</b><br />«[[αἵρεσις]] [[ἀκέφαλος]]» — [[αίρεση]] που δεν [[είναι]] [[γνωστός]] ο [[αρχηγός]] της ([[Σούδα]], Ιουστιν. Νεαρ. 109)<br />II <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για μύθο) αυτός που δεν έχει επίλογο (Λουκ. Σκυθ. 9)<br /><b>2.</b> όποιος έχει στερηθεί τα [[πολιτικά]] του δικαιώματα, ο «[[άτιμος]]» (Αρτεμίδ. 1.35), πρβλ. λατιν. «capite deminutus»)<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> [[αστέρι]] που φαίνεται [[μπροστά]] από κάποιον πλανήτη (Κλήμ. Α. 1, 429c)<br /><b>4.</b> επίρρ. <i>ἀκεφάλως</i><br />[[χωρίς]] [[λογική]] [[αρχή]]<br />«ἀκεφάλως ἐμβάλλειν τοῑς πράγμασιν» (Ερμογ. π. Ευρέσ. 2.7).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκέφαλος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[κεφάλι]]<br />«ακέφαλο [[νεογνό]]», «οἱ ἀκέφαλοι οἱ ἐν τοῑχι στήθεσι τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχοντες» (μυθικά όντα, Ηρόδ, 4, 191)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει [[αρχή]]<br />«[[ἀκέφαλος]] [[κῶδιξ]]», «[[ἀκέφαλος]] [[λόγος]], μῡθος» (<b>Πλάτ.</b> [[Φαίδρος]] 264c, Νόμ. 752a)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άμυαλος]], [[ανόητος]], [[αναίσθητος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει αρχηγό, [[ομάδα]] που δεν έχει κάποιον επικεφαλής» «ακέφαλο [[κόμμα]]», [[κληρικός]] που δεν υπάγεται στη [[δικαιοδοσία]] επισκόπου<sup>1</sup><br /><b>μσν.</b><br />«[[αἵρεσις]] [[ἀκέφαλος]]» — [[αίρεση]] που δεν [[είναι]] [[γνωστός]] ο [[αρχηγός]] της ([[Σούδα]], Ιουστιν. Νεαρ. 109)<br />II <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για μύθο) αυτός που δεν έχει επίλογο (Λουκ. Σκυθ. 9)<br /><b>2.</b> όποιος έχει στερηθεί τα [[πολιτικά]] του δικαιώματα, ο «[[άτιμος]]» (Αρτεμίδ. 1.35), πρβλ. λατιν. «capite deminutus»)<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> [[αστέρι]] που φαίνεται [[μπροστά]] από κάποιον πλανήτη (Κλήμ. Α. 1, 429c)<br /><b>4.</b> επίρρ. <i>ἀκεφάλως</i><br />[[χωρίς]] [[λογική]] [[αρχή]]<br />«ἀκεφάλως ἐμβάλλειν τοῑς πράγμασιν» (Ερμογ. π. Ευρέσ. 2.7).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακεφαλία]], [[ακεφαλιά]], [[ακεφαλοσύνη]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:50, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκέφαλος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει κεφάλι
«ακέφαλο νεογνό», «οἱ ἀκέφαλοι οἱ ἐν τοῑχι στήθεσι τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχοντες» (μυθικά όντα, Ηρόδ, 4, 191)
2. αυτός που δεν έχει αρχή
«ἀκέφαλος κῶδιξ», «ἀκέφαλος λόγος, μῡθος» (Πλάτ. Φαίδρος 264c, Νόμ. 752a)
μσν.- νεοελλ.
1. άμυαλος, ανόητος, αναίσθητος
2. εκείνος που δεν έχει αρχηγό, ομάδα που δεν έχει κάποιον επικεφαλής» «ακέφαλο κόμμα», κληρικός που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία επισκόπου1
μσν.
«αἵρεσις ἀκέφαλος» — αίρεση που δεν είναι γνωστός ο αρχηγός της (Σούδα, Ιουστιν. Νεαρ. 109)
II αρχ.
1. (για μύθο) αυτός που δεν έχει επίλογο (Λουκ. Σκυθ. 9)
2. όποιος έχει στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα, ο «άτιμος» (Αρτεμίδ. 1.35), πρβλ. λατιν. «capite deminutus»)
3. αστρον. αστέρι που φαίνεται μπροστά από κάποιον πλανήτη (Κλήμ. Α. 1, 429c)
4. επίρρ. ἀκεφάλως
χωρίς λογική αρχή
«ἀκεφάλως ἐμβάλλειν τοῑς πράγμασιν» (Ερμογ. π. Ευρέσ. 2.7).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + -κέφαλος < κεφαλή.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακεφαλία, ακεφαλιά, ακεφαλοσύνη].