αλαλιάζω: Difference between revisions
From LSJ
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον άλαλο, ανόητο, τον [[αποβλακώνω]]<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] κάποιον σε [[κατάσταση]] ζάλης, τον [[κάνω]] ανίκανο να αντιλαμβάνεται αυτά που συμβαίνουν [[γύρω]] του<br /><b>3.</b> [[φέρνω]] κάποιον σε [[σύγχυση]] και [[αμηχανία]], [[ζαλίζω]], [[σκοτίζω]]<br /><b>4.</b> ζαλίζομαι, σκοτίζομαι, [[περιέρχομαι]] σε [[αναισθησία]]<br /><b>5.</b> συγχύζομαι, ταράζομαι<br /><b>6.</b> αποβλακώνομαι, [[παλαβώνω]]<br /><b>7.</b> εκπλήσσομαι, θαμπώνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=<b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον άλαλο, ανόητο, τον [[αποβλακώνω]]<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] κάποιον σε [[κατάσταση]] ζάλης, τον [[κάνω]] ανίκανο να αντιλαμβάνεται αυτά που συμβαίνουν [[γύρω]] του<br /><b>3.</b> [[φέρνω]] κάποιον σε [[σύγχυση]] και [[αμηχανία]], [[ζαλίζω]], [[σκοτίζω]]<br /><b>4.</b> ζαλίζομαι, σκοτίζομαι, [[περιέρχομαι]] σε [[αναισθησία]]<br /><b>5.</b> συγχύζομαι, ταράζομαι<br /><b>6.</b> αποβλακώνομαι, [[παλαβώνω]]<br /><b>7.</b> εκπλήσσομαι, θαμπώνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίθ. [[άλαλος]] με αναλογική [[επίδραση]] ρημάτων σε –[[ιάζω]], που δηλώνουν [[ασθένεια]], ή γενικότερα [[πάθηση]]<br />πρβλ. [[μουδιάζω]], [[νευριάζω]], [[παθιάζω]], [[χτικιάζω]], [[ψειριάζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλαλιασμός]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:01, 29 December 2020
Greek Monolingual
1. κάνω κάποιον άλαλο, ανόητο, τον αποβλακώνω
2. φέρνω κάποιον σε κατάσταση ζάλης, τον κάνω ανίκανο να αντιλαμβάνεται αυτά που συμβαίνουν γύρω του
3. φέρνω κάποιον σε σύγχυση και αμηχανία, ζαλίζω, σκοτίζω
4. ζαλίζομαι, σκοτίζομαι, περιέρχομαι σε αναισθησία
5. συγχύζομαι, ταράζομαι
6. αποβλακώνομαι, παλαβώνω
7. εκπλήσσομαι, θαμπώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επίθ. άλαλος με αναλογική επίδραση ρημάτων σε –ιάζω, που δηλώνουν ασθένεια, ή γενικότερα πάθηση
πρβλ. μουδιάζω, νευριάζω, παθιάζω, χτικιάζω, ψειριάζω.
ΠΑΡ. αλαλιασμός].