καρτερικός: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=karterikos
|Transliteration C=karterikos
|Beta Code=karteriko/s
|Beta Code=karteriko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[capable of endurance]], [[patient]], <span class="bibl">Amips.9</span>, <span class="bibl">Isoc.8.109</span>, etc.; πρὸς Χειμῶνα <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.2.1</span> (Sup.); ῥώμη κ. πρὸς ἀρετήν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Def.</span>412a</span>: Sup., <span class="bibl">Luc.<span class="title">Anach.</span>38</span>; opp. [[μαλακός]] and distd. from [[ἐγκρατής]] (cf. [[καρτερία]]), <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1150a33</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> ib. <span class="bibl">1179b33</span>, Marin.<span class="title">Procl.</span>12.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[capable of endurance]], [[patient]], <span class="bibl">Amips.9</span>, <span class="bibl">Isoc.8.109</span>, etc.; πρὸς Χειμῶνα <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.2.1</span> (Sup.); ῥώμη κ. πρὸς ἀρετήν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Def.</span>412a</span>: Sup., <span class="bibl">Luc.<span class="title">Anach.</span>38</span>; opp. [[μαλακός]] and distd. from [[ἐγκρατής]] (cf. [[καρτερία]]), <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1150a33</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> ib. <span class="bibl">1179b33</span>, Marin.<span class="title">Procl.</span>12.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:42, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρτερικός Medium diacritics: καρτερικός Low diacritics: καρτερικός Capitals: ΚΑΡΤΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: karterikós Transliteration B: karterikos Transliteration C: karterikos Beta Code: karteriko/s

English (LSJ)

ή, όν, A capable of endurance, patient, Amips.9, Isoc.8.109, etc.; πρὸς Χειμῶνα X.Mem.1.2.1 (Sup.); ῥώμη κ. πρὸς ἀρετήν Pl.Def.412a: Sup., Luc.Anach.38; opp. μαλακός and distd. from ἐγκρατής (cf. καρτερία), Arist.EN1150a33. Adv. -κῶς ib. 1179b33, Marin.Procl.12.

German (Pape)

[Seite 1330] zum Ausharren, zur Standhaftigkeit geneigt, geeignet, geübt darin; καὶ φιλόπονος Isocr. 2, 45; Ggstz μαλακός Arist. Eth. 7, 7; enthaltsam, Pol. 2, 9; πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος καὶ πάντας πόνους καρτερικώτατος Xen. Mem. 1, 2, 1; Sp. – Adv., σωφρόνως καὶ καρτερικῶς ζῆν Arist. Eth. 10, 10.

Greek (Liddell-Scott)

καρτερικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ καρτερῇ, νὰ ὑπομένῃ. Ἀμειψίας ἐν «Κόνῳ» 1, Ἰσοκρ. 181C, κτλ.· πρὸς χειμῶνα Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 1, Πλάτ. Ὅρ. 12Α· ἀντίθετον τῷ μαλακὸς καὶ διαστελλόμενον ἀπὸ τοῦ ἐγκρατὴς (πρβλ. καρτερία), Ἀριστ. Ἠθ.Ν. 7. 7, 4.- Ἐπίρρ. -καρτερικῶς, αὐτόθι 10. 9. 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
ferme, patient, dur au mal : καρτερικὸς πρός τι capable de supporter qch;
Sp. καρτερικώτατος.
Étymologie: καρτερός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM καρτερικός, -ή, -όν)
1. αυτός που αντέχει με γενναιότητα
(«πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος καὶ πάντας πόνους καρτερικώτατος», Ξεν.)
2. αυτός που υπομένει χωρίς να κάμπτεται
3. αυτός που δείχνει εμμονή και σταθερότητα
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ καρτερικόν
η καρτερικότητα, η καρτερία
αρχ.
αυτός που ζητά από κάποιον υπομονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερῶ].

Greek Monotonic

καρτερικός: -ή, -όν (καρτερός), ικανός προς εγκαρτέρηση, υπομονετικός, σε Ξεν., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

καρτερικός:
1) выносливый (πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος καὶ πάντας πόνους Xen.; ἀνδρεῖος καὶ κ. Plut.);
2) терпеливый, упорный (κ. καὶ φιλόπονος Isocr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρτερικός -ή -όν [καρτερός] volhardend:; ἀντίκειται... τῷ... μαλακῷ ὁ καρτερικός tegenover de slappeling staat de volhardende Aristot. EN 1150a33; in staat om iets te verdragen:. πρὸς χειμῶνα... καρτερικώτατος het meest bestand tegen winterse koude Xen. Mem. 1.2.1.

Middle Liddell

καρτερικός, ή, όν καρτερός
capable of endurance, patient, Xen., Arist.

English (Woodhouse)

enduring, patient

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)