καυτηριάζω: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kaftiriazo | |Transliteration C=kaftiriazo | ||
|Beta Code=kauthria/zw | |Beta Code=kauthria/zw | ||
|Definition=<span class="sense"> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[brand]], <span class="bibl">Str.5.1.9</span>:—Pass., <span class="title">Hippiatr.</span>1: metaph., κεκαυτηριασμένοι τὴν ἰδίαν συνείδησιν <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Ti.</span>4.2</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:20, 30 December 2020
English (LSJ)
A brand, Str.5.1.9:—Pass., Hippiatr.1: metaph., κεκαυτηριασμένοι τὴν ἰδίαν συνείδησιν 1 Ep.Ti.4.2.
German (Pape)
[Seite 1408] mit glühendem Eisen brennen, z. B. Pferde, um sie zu zeichnen, Strab. V, 1, 9, v. l. καυστ. Dah. κεκαυτηριασμένοι τὴν ἰδίαν συνείδησιν, im eigenen Gewissen gebrandmarkt, I. Timoth. 4, 2.
Greek (Liddell-Scott)
καυτηριάζω: μέλλ. -άσω, καίω διὰ καυτηρίου, Στράβ. 215 (ἔνθ’ ἄλλοτε κακῶς καταστ-)· μεταφορ. ἐν τῷ παθητ., κεκαυτηριασμένοι τὴν συνείδησιν Α΄ Ἐπιστ. π. Τιμ. δ΄, 2, «βεβασανισμένην, μὴ ἔχοντες τὴν συνείδησιν ὑγιῆ» Ἡσύχ.· διὰ τοῦ καυτῆρος ἐγκαίω, στιγματίζω, καυτηριάσαι τὰς ἵππους λύκον Στράβ. 5. 215·- ῥηματ. ἐπίθετ., καυτηριαστέον, Θεοφάν. Νόνν. 2. σ. 338.
French (Bailly abrégé)
brûler avec un fer rouge, cautériser ; marquer au fer rouge.
Étymologie: καυτήρ.
English (Strong)
from a derivative of καίω; to brand ("cauterize"), i.e. (by implication) to render unsensitive (figuratively): sear with a hot iron.
Greek Monolingual
(ΑΜ καυτηριάζω) καυτήρας
1. ιατρ. καίω με τον καυτήρα ή με πυρακτωμένο σίδερο πάσχοντες ιστούς του σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς, ενεργώ ιατρική καυτηρίαση
2. σχηματίζω με πυρακτωμένο σίδερο ένα σημάδι πάνω στο σώμα ζώου ή και ανθρώπου, στιγματίζω, σημαδεύω για διάκριση από άλλα ομοειδή όντα («καυτηριᾱσαί τε τὰς ἵππους λύκον, καὶ κληθῆναι λυκοφόρους», Στράβ.)
νεοελλ.
μτφ. επικρίνω με δριμύτητα, κατακρίνω σφοδρά, στηλιτεύω, στιγματίζω
αρχ.
παθ. καυτηριάζομαι
μτφ. βασανίζομαι, είμαι άρρωστος («κεκαυτηριασμένην τὴν ἰδίαν συνείδησιν» — με βασανισμένη συνείδηση, έχοντας τη συνείδηση ασθενή, ΚΔ).
Greek Monotonic
καυτηριάζω: μέλ. -άσω, καυτηριάζω, καίω· μεταφ., στην Παθ., σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
καυτηριάζω: клеймить: κεκαυτηριασμένοι τὴν ἰδίαν συνείδησιν NT заклейменные собственной совестью.
Middle Liddell
καυτηριάζω, fut. -άσω
to cauterise, brand: metaph. in Pass., NTest.
Chinese
原文音譯:kauthri£zw 考帖里阿索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:燃燒(化)
字義溯源:打烙印,灼燒,用烙鐵打印記,被熱鐵烙;源自(καίω)*=燒)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 被熱鐵烙麻木了(1) 提前4:2