λαρυγγισμός: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=laryngismos | |Transliteration C=laryngismos | ||
|Beta Code=laruggismo/s | |Beta Code=laruggismo/s | ||
|Definition=ὁ, <span class=sense><p> | |Definition=ὁ, <span class=sense><p><span class="bld">A</span> <b class='b2'>croaking</b>, Plu.2.129a (pl.)</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:40, 30 December 2020
English (LSJ)
ὁ,
A croaking, Plu.2.129a (pl.).
German (Pape)
[Seite 17] ὁ, das Schreien aus voller Kehle, κοράκων, Plut. de sanit. tuenda p. 388.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰρυγγισμός: ὁ, ἰδὲ ἐν λ. λαρυγγίζω.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
cri rauque, croassement.
Étymologie: λαρυγγίζω.
Greek Monolingual
ο (Α λαρυγγισμός) λαρυγγίζω
νεοελλ.
1. φωνή που εξέρχεται κατευθείαν από τον λάρυγγα χωρίς αλλοίωση από το αντηχείο του στόματος
2. καλλωπισμός του άσματος υψιφώνων με ταχύτατη επαλληλία φθογγοσήμων σε ένα φωνήεν
3. το κελάηδημα μερικών πτηνών
4. σπασμωδική σύσπαση τών μυών του λάρυγγα, που προκαλεί έμφραξη της γλωττίδας και ασφυξία
αρχ.
κρωγμός.
Russian (Dvoretsky)
λᾰρυγγισμός: ὁ громкий крик, карканье (κοράκων Plut.).