περιαγωγεύς: Difference between revisions
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=periagogeys | |Transliteration C=periagogeys | ||
|Beta Code=periagwgeu/s | |Beta Code=periagwgeu/s | ||
|Definition=έως, ὁ, <span class="sense"> | |Definition=έως, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[windlass]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nav.</span>5</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:00, 30 December 2020
English (LSJ)
έως, ὁ, A windlass, Luc.Nav.5.
German (Pape)
[Seite 568] ὁ, der Herumführende; auch eine Maschine zum Umdrehen, Luc. navig. 5.
Greek (Liddell-Scott)
περιᾰγωγεύς: ὁ, μηχανή τις πρὸς περιστροφὴν χρήσιμος, ἡ δι’ ἧς ἀνασύρεται ἡ ἄγκυρα, κοινῶς «μποζεργάτης», Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 5.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
machine pour faire tourner, treuil.
Étymologie: περιάγω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
μηχανή την οποία χρησιμοποιούσαν στα πλοία για ανέλκυση τών αγκυρών και, γενικά, βαρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -αγωγεύς (< ἀγωγεύς < ἀγωγός), πρβλ. κατ-αγωγεύς, παρ-αγωγεύς].
Greek Monotonic
περιᾰγωγεύς: ὁ, εργάτης για την περιστροφή της άγκυρας, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
περιᾰγωγεύς: έως ὁ ворот (для вращения) Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιαγωγεύς -έως, ὁ [περιάγω] marit., windas, lier.