προσήνεμος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosinemos
|Transliteration C=prosinemos
|Beta Code=prosh/nemos
|Beta Code=prosh/nemos
|Definition=ον, (ἄνεμος) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[towards the wind]], [[to windward]], <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>18.6</span>; καθίζειν ἐν προσηνέμῳ καὶ σκιᾶ <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>616b14</span>; τὰ π. <span class="bibl">Id.<span class="title">GA</span> 783a32</span>; τὰ εὔπνοα καὶ π. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>2.9.1</span>, etc.</span>
|Definition=ον, (ἄνεμος) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[towards the wind]], [[to windward]], <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>18.6</span>; καθίζειν ἐν προσηνέμῳ καὶ σκιᾶ <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>616b14</span>; τὰ π. <span class="bibl">Id.<span class="title">GA</span> 783a32</span>; τὰ εὔπνοα καὶ π. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>2.9.1</span>, etc.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 21:50, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσήνεμος Medium diacritics: προσήνεμος Low diacritics: προσήνεμος Capitals: ΠΡΟΣΗΝΕΜΟΣ
Transliteration A: prosḗnemos Transliteration B: prosēnemos Transliteration C: prosinemos Beta Code: prosh/nemos

English (LSJ)

ον, (ἄνεμος) A towards the wind, to windward, X.Oec.18.6; καθίζειν ἐν προσηνέμῳ καὶ σκιᾶ Arist.HA616b14; τὰ π. Id.GA 783a32; τὰ εὔπνοα καὶ π. Thphr.CP2.9.1, etc.

German (Pape)

[Seite 765] ον, dem Winde ausgesetzt, Xen. oec. 18, 6.

Greek (Liddell-Scott)

προσήνεμος: -ον, (ἄνεμος) ὁ πρὸς τὸν ἄνεμον ἐστραμμένος, ἀντίθετον τῷ ὑπήνεμος, Ξεν. Οἰκ. 18, 6· καθίζειν ἐν προσηνέμῳ καὶ σκιᾷ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 16, 1· τὰ πρ. ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 22· τὰ εὔπνοα καὶ πρ. Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 1, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
exposé au vent.
Étymologie: πρός, ἄνεμος.

Greek Monolingual

-η, -ο / προσήνεμος, -ον, ΝΜΑ (για τόπο ή κτήριο) στραμμένος προς τον άνεμο, προς την κατεύθυνση από την οποία πνέει συνήθως ο άνεμος.
επίρρ...
προσηνέμως και προσήνεμα Ν
προς μέρος προσήνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -ήνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. εν-ήνεμος, με έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

προσήνεμος: -ον (ἄνεμος), αυτός που είναι στραμμένος προς τον άνεμο, αυτός που προφυλάσσει από άνεμο, αντίθ. προς το ὑπήνεμος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προσήνεμος: наветренный: τὸ προσήνεμον Arst. наветренное место.

Middle Liddell

προσ-ήνεμος, ον, ἄνεμος
towards the wind, to windward, opp. to ὑπήνεμος, Xen.