συνδιαπράσσω: Difference between revisions
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syndiaprasso | |Transliteration C=syndiaprasso | ||
|Beta Code=sundiapra/ssw | |Beta Code=sundiapra/ssw | ||
|Definition=Att. συνδιαπράττω, <span class="sense"> | |Definition=Att. συνδιαπράττω, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[accomplish together]] or [[besides]], <span class="bibl">Isoc.4.38</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>24.1</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Med., [[negotiate at the same time]], ὑπὲρ τῶν Κόλχων <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>4.8.24</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:45, 31 December 2020
English (LSJ)
Att. συνδιαπράττω, A accomplish together or besides, Isoc.4.38, Luc.DDeor.24.1, etc. II Med., negotiate at the same time, ὑπὲρ τῶν Κόλχων X.An.4.8.24.
German (Pape)
[Seite 1007] att. -ττω, mit od. zugleich bewirken, durchsetzen, Isocr. 4, 38 u. Sp., wie Luc. D. D. 24, 1 bis accus. 2 u. Plut. – Med. mit Einem verhandeln, um Etwas durchzusetzen, ὑπέρ τινος, Xen. An. 4, 8, 24.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαπράσσω: Ἀττικ. -ττω, διαπράσσω ὁμοῦ, Ἰσοκρ. 48Α, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24. 1, κλπ. ΙΙ. Μέσ., διαπραγματεύομαι συγχρόνως, ὑπέρ τινος Ξεν. Ἀν. 4. 8. 24.
French (Bailly abrégé)
mener à terme :
1 exercer (une charge, un pouvoir, etc.) avec, τινι;
2 accomplir avec;
Moy. συνδιαπράσσομαι négocier avec.
Étymologie: σύν, διαπράσσω.
Greek Monolingual
και αττ. τ. συνδιαπράττω Α διαπράττω / διαπράσσω]]
1. διαπράττω κάτι από κοινού με άλλον ή αποπερατώνω κάτι ακόμη
2. διευθύνω, διοικώ από κοινού με άλλον
3. μέσ. συνδιαπράσσομαι
διαπραγματεύομαι ταυτόχρονα με άλλον.
Greek Monotonic
συνδιαπράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. κατορθώνω, εκτελώ, διεκπεραιώνω ένα έργο μαζί με ή επιπλέον, σε Ισοκρ., Λουκ. κ.λπ.
II. Μέσ., διαπραγματεύομαι συγχρόνως, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συνδιαπράσσω: атт. συνδιαπράττω
1) вместе делать, совместно совершать: τὰ μέγιστα συνδιαπρᾶξαι Isocr. помочь совершить самое главное;
2) вместе устраивать (τὰ νεκρικά Luc.);
3) med. содействовать заключению договора, договариваться (ὑπέρ τινος Xen.).
Middle Liddell
attic -ττω fut. ξω
I. to accomplish together, or besides, Isocr., Luc., etc.
II. Mid. to negotiate at the same time, Xen.