χέρνιβον: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chernivon | |Transliteration C=chernivon | ||
|Beta Code=xe/rnibon | |Beta Code=xe/rnibon | ||
|Definition=τό, <span class="sense"> | |Definition=τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[χερνιβεῖον]], <span class="bibl">Il.24.304</span>, <span class="title">IG</span>11(2).144<span class="title">A</span>32 (Delos, iv B. C.), cf. Hdn.Gr.1.378: pl. χέρνιβα <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>2.23</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:15, 31 December 2020
English (LSJ)
τό, A = χερνιβεῖον, Il.24.304, IG11(2).144A32 (Delos, iv B. C.), cf. Hdn.Gr.1.378: pl. χέρνιβα Philostr.Im.2.23.
German (Pape)
[Seite 1350] τό, das Gefäß zum Waschwasser für die Hände, Handbecken, Waschbecken; ἡ δὲ παρέστη χέρνιβον ἀμφίπολος πρόχοόν θ' ἅμα χερσὶν ἔχουσα Il. 24, 304; τοῖς χρυσοῖς χερνίβοις καὶ θυμιατηρίοις χρήσασθαι Andoc. 4, 29, wie Ath. IX, 408 c steht, wo die Stelle aus Lysias contra Alcib. angeführt wird. Vgl. χέρνιψ.
Greek (Liddell-Scott)
χέρνῐβον: τό, ἀντὶ τοῦ χερνιβεῖον ἀπαντῶν μόνον ἐν Ἰλ. Ω. 304· ἔνθα ὁ Bentl. προτείνει χέρνιβά τ’, ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ· οὕτως ἐν Αἰλ. περὶ Ζ. 10. 50, ὁ Ἰακώψ. διώρθωσε δεῖ χέρνιβος.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
bassin pour se laver les mains.
Étymologie: χέρνιψ.
English (Autenrieth)
(χείρ, νίπτω): wash-basin, Il. 24.304†.
Greek Monolingual
τὸ, Α
δοχείο, λεκάνη για το πλύσιμο τών χεριών (α. «ἡ δὲ παρέστη ἀμφίπολος πρόχοός θ' ἅμα χερσὶν ἔχουσα», Ομ. Ιλ.
β. «ἐζήτει εἰ τὸ χέρνιβον εἴρηται καθάπερ ἡμεῑς λέγομεν», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρνιψ, -ιβος, κατά τα δευτερόκλιτα ουδ. σε -ον. Η λ. απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή στον τ. πληθ. keniqa].
Greek Monotonic
χέρνῐβον: τό, δοχείο με νερό για το πλύσιμο των χεριών, λεκάνη, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
χέρνῐβον: τό сосуд для омовения рук Hom.
Middle Liddell
χέρ-νῐβον, ου, τό,
a vessel for water to wash the hands, a basin, Il. [from χερνίπτομαι