ψευδεπίγραφος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psevdepigrafos
|Transliteration C=psevdepigrafos
|Beta Code=yeudepi/grafos
|Beta Code=yeudepi/grafos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with false superscription]] or [[title]], [[not genuine]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span>57</span>, <span class="title">Inscr.Prien.</span>37.123 (ii B.C.); φιλόσοφος Plu.2.479e; τρόπος [[superficial]], <span class="bibl">Plb.23.5.5</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with false superscription]] or [[title]], [[not genuine]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span>57</span>, <span class="title">Inscr.Prien.</span>37.123 (ii B.C.); φιλόσοφος Plu.2.479e; τρόπος [[superficial]], <span class="bibl">Plb.23.5.5</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:05, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδεπίγρᾰφος Medium diacritics: ψευδεπίγραφος Low diacritics: ψευδεπίγραφος Capitals: ΨΕΥΔΕΠΙΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: pseudepígraphos Transliteration B: pseudepigraphos Transliteration C: psevdepigrafos Beta Code: yeudepi/grafos

English (LSJ)

ον, A with false superscription or title, not genuine, D.H.Dem.57, Inscr.Prien.37.123 (ii B.C.); φιλόσοφος Plu.2.479e; τρόπος superficial, Plb.23.5.5.

German (Pape)

[Seite 1393] falsch überschrieben, mit falscher Aufschrift, fälschlich benannt, unächt; Pol. 24, 5,5; D. Hal.; – dah. ἀδελφός, φιλόσοφος, des Namens eines Bruders, eines Philosophen unwürdig, Plut. de frat. am. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδεπίγραφος: -ον, ὁ ἔχων ψευδῆ ἐπιγραφὴν, οὐχὶ γνήσιος, νόθος, Πολύβ. 24. 5, 5, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 57, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte faussement le titre de.
Étymologie: ψευδής, ἐπιγράφω.

Greek Monolingual

-η, -ο / ψευδεπίγραφος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. (για κείμενα) αυτός που ψευδώς αποδίδεται σε έναν συγγραφέα, που θεωρείται έργο του χωρίς να είναι, νόθος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ψευδεπίγραφα
εκκλ. (στην Ορθόδοξη και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία) βιβλία που έχουν συνταχθεί κατά απομίμηση τών κανονικών βιβλίων της Αγίας Γραφής και έχουν αποκλειστεί από τον εκκλησιαστικό κανόνα, αλλ. απόκρυφα
μσν.-αρχ.
αυτός που φέρει ψευδή επιγραφή ή τίτλο
αρχ.
επιφανειακός.
επίρρ...
ψευδεπιγράφως Ν
(λόγιος τ.) με ψευδεπίγραφο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -επίγραφος (< επιγράφω)].

Russian (Dvoretsky)

ψευδεπίγρᾰφος: досл. ложно подписанный, перен. облыжно именуемый, мнимый (ὁ πραγματικὸς τρόπος Polyb.; φιλόσοφος Plut.).