ἀμφήρης: Difference between revisions

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amfiris
|Transliteration C=amfiris
|Beta Code=a)mfh/rhs
|Beta Code=a)mfh/rhs
|Definition=ες, (ἀραρίσκω) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fitted]] or <b class="b2">joined on both sides;</b> <b class="b3">ξύλα ἀ</b>. wood of the funeral pyre [[regularly piled all round]], <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>243</span>; <b class="b3">ἀ. σκηναί</b> dwellings [[well secured]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Ion</span>1128</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (ἐρέσσω) [[with oars on both sides]], Hsch.; <b class="b3">ἀ. δόρυ</b> [[sculling]]-boat, <span class="bibl">E.<span class="title">Cyc.</span>15</span>.</span>
|Definition=ες, (ἀραρίσκω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fitted]] or <b class="b2">joined on both sides;</b> <b class="b3">ξύλα ἀ</b>. wood of the funeral pyre [[regularly piled all round]], <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>243</span>; <b class="b3">ἀ. σκηναί</b> dwellings [[well secured]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Ion</span>1128</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> (ἐρέσσω) [[with oars on both sides]], Hsch.; <b class="b3">ἀ. δόρυ</b> [[sculling]]-boat, <span class="bibl">E.<span class="title">Cyc.</span>15</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:30, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφήρης Medium diacritics: ἀμφήρης Low diacritics: αμφήρης Capitals: ΑΜΦΗΡΗΣ
Transliteration A: amphḗrēs Transliteration B: amphērēs Transliteration C: amfiris Beta Code: a)mfh/rhs

English (LSJ)

ες, (ἀραρίσκω) A fitted or joined on both sides; ξύλα ἀ. wood of the funeral pyre regularly piled all round, E.HF243; ἀ. σκηναί dwellings well secured, Id.Ion1128. II (ἐρέσσω) with oars on both sides, Hsch.; ἀ. δόρυ sculling-boat, E.Cyc.15.

German (Pape)

[Seite 134] ες, 1) (ἄρω), ringsum wohl gefügt, σκηναί Eur. Ion 1129; ξύλα, das rings gut zusammengesetzte Holz des Scheiterhaufens, Herc. F. 243. – 2) (ἐρέσσω), ναῦς, von beiden Seiten mit Rudern versehen, Hesych., wie wohl auch δόρυ Eur. Cycl. 15 zu nehmen. Davon

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφήρης: -ες, (* ἄρω) ὁ ἑκατέρωθεν συνδεδεμένος ἢ ἡρμοσμένος, λαβὼν εὔθυνον ἀμφῆρες δόρυ, ὃ ἐ. τὸ διπλοῦν πηδάλιον, τὸ ἐν χρήσει ἐν ταῖς Ἑλληνικαῖς ναυσὶν (ἴδε πηδάλιον), Εὐρ. Κύκλ. 15· ξύλα ἀμφ., τὰ ξύλα τῆς ἐπικηδείου πυρᾶς συνεστιβασμένα ἐν τάξει, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 243· ἀμφ. σκηναί, καλῶς προσδεδεμέναι καὶ ἐξησφαλισμέναι, ὁ αὐτ. Ἴων 1128. ΙΙ. (ἐρέσσω) = ὁ ἔχων κώπας ἑκατέρωθεν, μόνον παρὰ γραμματ., «ἀμφήρεις, νῆες ἀμφοτέρωθεν ὁρώμεναι ἢ ἐρεσσόμεναι», Ἡσύχ.: πρβλ. ἀμφηρικός.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 ajusté des deux côtés ; ἀμφῆρες δόρυ EUR le gouvernail (anciennement double);
2 ajusté tout autour en parl. du bois d’un bûcher funéraire, d’une tente ; bien ajusté.
Étymologie: ἀμφί, ἄρω.

Spanish (DGE)

-ες
1 provisto de remos en ambos ladosde una barca δόρυ E.Cyc.15, ἀμφήρεις· νῆες ἀμφοτέρωθεν ὁρμώμεναι, ἢ ἐρεσσόμεναι Hsch., cf. Poll.1.82.
2 bien armado o montado por todos lados σκηναί E.Io 1128, ἀ. ξύλα leña de una pira bien apilada por todos lados E.HF 243, ἀμφήρης αὐλός· ὁ ἑκατέραις χερσὶ κατεχόμενος EM 1174
στόμα ἀμφῆρες· ἀμφοτέραις γνάθοις ὁμοίως ἐσθίον EM 1174.
3 subst. tambor o rueda utilizada en una máquina para levantar pesos, Vitr.10.2.5.

Greek Monolingual

(I)
ἀμφήρης, -ες (Α)
1. ο προσαρμοσμένος ή συνδεδεμένος και από τις δύο του πλευρές, ο καλά στερεωμένος,
2. ασφαλισμένος, ασφαλής
3. φρ. «ξύλα ἀμφήρη», ξύλα της νεκρικής πυρός με τάξη στοιβαγμένα ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + -ήρης < ἀραρίσκω «συνδέω, συναρμολογώ».
ΠΑΡ. ἀμφηρικὸς (πρβλ. λογχήρης, χαλκήρης, ποδήρης κ.ά.)].
(II)
ἀμφήρης, -ες (Α)
1. αυτός που έχει κουπιά και στις δύο πλευρές
2. «ἀμφῆρες δόρυ», ελαφριά βάρκα, με δύο κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + -ήρης < ἐρέσσω «κωπηλατώ» (πρβλ. ταχυήρης, τετρήρης, τριήρης)].

Greek Monotonic

ἀμφήρης: -ές (βλ. -ήρης), καλά προσαρμοσμένος και από τις δύο πλευρές, ἀμφῆρες δόρυ, λέγεται για το διπλό πηδάλιο που χρησιμοποιούνταν στα ελληνικά πλοία, (βλ. πηδάλιον), σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφήρης:
1) прилаженный с обеих сторон: ἀμφῆρες δόρυ Eur. двухлопастное весло;
2) сложенный вместе, сваленный в кучу (ξύλα Eur.);
3) со всех сторон сбитый, крепко сколоченный (σκηνή Eur.).

Middle Liddell

[v. -ήρης
fitted on both sides, well-fitted, ἀμφῆρες δόρυ, of the double rudder used in Greek ships (v. πηδάλιον), Eur.