ἄσκεπτος: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=askeptos | |Transliteration C=askeptos | ||
|Beta Code=a)/skeptos | |Beta Code=a)/skeptos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[inconsiderate]], [[unreflecting]], οὐκ ἄσκεπτα λέγειν <span class="bibl">Ephipp. 14.5</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>438a</span>, Plu.2.45d: mostly in Adv. -τως [[inadvisedly]], <span class="bibl">Th.6.21</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Chrm.</span>158e</span>, etc.; ἀ. ἔχειν <span class="bibl">Id.<span class="title">Cra.</span>440d</span>; ἀ. ἔχειν τινός <span class="bibl">Id.<span class="title">Grg.</span>501c</span>: Comp.-ότερον <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1274a30</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Demetr.</span>1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[unconsidered]], [[unobserved]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>258</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>4.2.19</span>; μὴ τὸ μέγιστον ἐπιστήμης πέρι τί ποτ' ἐστὶν ἄσκεπτον γένηται <span class="bibl">Pl. <span class="title">Tht.</span>184a</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[unseen]], [[hidden]], γάμοι <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>1.773</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[too small to be observed]], [[negligible]], ἐν ἀσκέπτῳ χρόνῳ <span class="bibl">Arist.<span class="title">APo.</span>0.89b10</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:30, 1 January 2021
English (LSJ)
ον, A inconsiderate, unreflecting, οὐκ ἄσκεπτα λέγειν Ephipp. 14.5, cf. Pl.R.438a, Plu.2.45d: mostly in Adv. -τως inadvisedly, Th.6.21, Pl.Chrm.158e, etc.; ἀ. ἔχειν Id.Cra.440d; ἀ. ἔχειν τινός Id.Grg.501c: Comp.-ότερον Arist.Pol.1274a30, Plu.Demetr.1. II unconsidered, unobserved, Ar.Ec.258, X.Mem.4.2.19; μὴ τὸ μέγιστον ἐπιστήμης πέρι τί ποτ' ἐστὶν ἄσκεπτον γένηται Pl. Tht.184a. 2 unseen, hidden, γάμοι Opp.H.1.773. 3 too small to be observed, negligible, ἐν ἀσκέπτῳ χρόνῳ Arist.APo.0.89b10.
German (Pape)
[Seite 371] unüberlegt, unbedacht, ἄσκεπτα λέγειν Ephipp. Ath. XI, 509 d; Plat. Theaet. 184 a; Xen. Mem. 4, 2, 19. – Adv., ἀσκέπτως, unbedachtsam, Thuc. 6, 21; ἔχειν τινός, auf etwas keine Rücksicht nehmen, Plat. Gorg. 501 c; vgl. Crat. 440 d.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non considéré, non observé;
2 fig. inconsidéré, irréfléchi;
Cp. ἀσκεπτότερος.
Étymologie: ἀ, σκέπτομαι.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no examinado, no observado ἐκεῖνο μόνον ἄσκεπτον ... ὅ τι δράσεις Ar.Ec.258, μὴ ... καὶ τὸ μέγιστον οὗ ἕνεκα ὁ λόγος ὥρμηται ... ἄσκεπτον γένηται Pl.Tht.184a, cf. X.Mem.4.2.19, Plb.2.56.2, Ph.1.1, οὐδὲ μύες ... ἄσκεπτοι ἐγένοντο Arat.1134, de síntomas en una enfermedad, Gal.13.154
•a lo que no se presta atención οὔκ ἄσκεπτα δυνάμενος λέγειν teniendo facultad de pronunciar (discursos) dignos de atención Ephipp.14.5.
2 inobservable, imposible de constatar ἐν ἀσκέπτῳ χρόνῳ Arist.APo.89b10, ἀτέκμαρτοι καὶ ἄσκεπτοι γάμοι Opp.H.1.773.
3 no atento, no observador, irreflexivo de pers. μήτοι τις ... ἀσκέπτους ἡμᾶς ὄντας θορυβήσῃ Pl.R.438a, αὐτοὶ δ' ἄσκεπτοι καὶ ἀφρόντιδες Plu.2.45d
•c. gen. o περί y gen. τούτων ἀσκέπτους ... τοὺς παλαιούς Plu.2.646f, αὐτοὶ ἄσκεπτοι ὄντες περὶ τῶν ἰδίων Luc.Cyn.18, de dichos τὴν παιδιὰν μὴ ἄσκεπτον οὖσαν al ser juegos de palabras inteligentes Clearch.63.1, de abstr. ὁρμή I.BI 6.328, ἐλπίς I.BI 5.66
•neutr. compar. como adv. sin comprobación, irreflexivamente λέγειν Arist.Pol.1274a30, κεχρῆσθαι ἀσκεπτότερον αὑτοῖς Plu.Demetr.1.
II adv. -ως irreflexivamente, a la ligera, sin previo examen βουλεῦσαι Th.6.21, λέγειν Isoc.15.292, cf. 158, Pl.Chrm.158e, ἔχειν Pl.Cra.440d, αὐτόθεν ἀ. παραγίνονται Plb.5.98.2, οὐ ... ἀ. μετ' ὄχλου ἐκπορευτέον Aen.Tact.23.6, ἀ. καὶ ἀνοήτως κινεῖσθαι Horap.2.87
•c. gen. ἀ. ἔχων τοῦ ἀμείνονος Pl.Grg.501c, τοῦ δέοντος Numen.25.51.
Greek Monolingual
και άσκεφτος, -η, -ο (AM ἄσκεπτος, -ον)
Ι. αυτός που ενεργεί ή που γίνεται χωρίς περίσκεψη, ο απερίσκεπτος, ο ασυλλόγιστος
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει εξεταστεί αρκετά ή που πέρασε απαρατήρητος
2. εκείνος που δεν έγινε γνωστός, ο κρυφός («ἄσκεπτοι γάμοι»)
3. ο ασήμαντος, ο αμελητέος
II. επίρρ. άσκεφτα (AM ἀσκέπτως και ἀσκεπτί)
απερίσκεπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπτομαι
άσκεφτος < άσκεπτος με ανομοίωση].
Greek Monotonic
ἄσκεπτος: -ον (σκοπέω)·
I. απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος, αστόχαστος, σε Πλάτ.· επίρρ., -τως, απερίσκεπτα, σε Θουκ. κ.λπ.
II. ανεξέταστος, απαρατήρητος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἄσκεπτος:
1) необдуманно поступающий, неосмотрительный, безрассудный (Plat.; ἄσκεπτοι καὶ ἀφρόντιδες Plut.);
2) нерассмотренный, неисследованный (ἄσκεπτον παραλιπεῖν τι Xen.);
3) неощутимый, незаметный (ἐν ἀσκέπτῳ χρόνῳ Arst.).
Middle Liddell
σκοπέω
I. inconsiderate, unreflecting, Plat.:—adv. -τως, inconsiderately, Thuc., etc.
II. unconsidered, unobserved, Xen.