μανικός: Difference between revisions
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=manikos | |Transliteration C=manikos | ||
|Beta Code=maniko/s | |Beta Code=maniko/s | ||
|Definition=ή, όν, (μανία) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] or [[for madness]], [[mad]], μ. πράγματα <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span> 1496</span>; | |Definition=ή, όν, (μανία) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]] or [[for madness]], [[mad]], μ. πράγματα <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span> 1496</span>; ([[νόσημα]]) <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>3.20</span>; <b class="b3">βλέπει μανικόν τι</b> she has a <b class="b2">madwoman's</b> eye, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>424</span>; -ωτέρα ἡδονή <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>403a</span>; <b class="b3">ἡ-κή</b> [[madness]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Phdr.</span>244c</span>; [[μανικόν]] [[symptom of madness]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prog.</span>3</span>; <b class="b3">οὐ μανικόν ἐστ' ἐν οἰκία τρέφειν ταὧς</b>; <span class="bibl">Anaxandr.28</span>, cf. <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>2p.53U.</span>; νοσῶν τι μ. <span class="bibl">Timocl.6.12</span>. Adv. -κῶς, περιφέρεσθαι <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>3.5</span>; πυρέττειν <span class="bibl">Plu. <span class="title">Alex.</span>75</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> generally, [[mad]], [[extravagant]], <span class="bibl">Isoc.1.15</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>343c</span>, etc.; <b class="b3">σωφρόνημα λίαν μ</b>. dub. l. in <span class="bibl">X.<span class="title">Ages.</span>5.4</span>; μ. ἱππωνίαι Id.<span class="title">Eq. Mag.</span>1.12. Adv. -κῶς, διακεῖσθαι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>249d</span>; ἔχειν <span class="bibl">Id.<span class="title">Sph.</span>216d</span>; ὰλόγως καὶ μ. <span class="bibl">Isoc.5.65</span>, cf. Phld.<span class="title">Ir.</span>p.82 W. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[disposed to madness]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>173d</span> (dub.); [[unbalanced]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Sph.</span>242a</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[frenzied]], [[enthusiastic]], [[inspired]], εὐφυοῦς ἡ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῦ <span class="bibl">Arist.<span class="title">Po.</span>1455</span> <span class="bibl">a33</span>; ἐξίσταται τὰ εὐφυᾶ γένη εἰς -ώτερα ἤθη <span class="bibl">Id.<span class="title">Rh.</span>1390b29</span>; νοσήματα μ. καὶ ἐνθουσιαστικά <span class="bibl">Id.<span class="title">Pr.</span>954a36</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> Act., [[causing madness]], [[στρύχνος]] (-ον) <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.11.5</span>, Dsc.4.73, Gal.11.767; <b class="b3">μανικόν, τό,</b> = [[δορύκνιον]], <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>21.179</span>, cf. Dsc.<span class="title">Alex.</span>6; φάρμακα <span class="bibl">Plu.<span class="title">Arat.</span>54</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μᾰνῐκός''': -ή, -όν, ([[μανία]]) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μανίαν, [[παράφρων]], μ. πράγματα Ἀριστοφ. Σφ. 1496· μανικὸν | |lstext='''μᾰνῐκός''': -ή, -όν, ([[μανία]]) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μανίαν, [[παράφρων]], μ. πράγματα Ἀριστοφ. Σφ. 1496· μανικὸν ([[νόσημα]]) Ἱππ. Ἀφ. 1248· μανικόν τι βλέπειν Ἀριστοφ. Πλ. 424· μανικωτέρα ἡδονὴ Πλάτ. Πολ. 403Α· ἡ μανική, ἡ [[μανία]], [[παραφροσύνη]], ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 244C· τά μ., συμπτώματα μανίας, παραφροσύνης, Ἱππ. Προγν. 37· οὐ μανικόν ἐστ’ ἐν οἰκίᾳ τρέφειν ταὧς; Ἀναξανδρ. ἐν «Μελιλώτῳ» 4. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ ἔχων διάθεσιν ἢ τάσιν πρὸς μανίαν, [[παράφρων]] «τρελλός», [[μανιώδης]], Πλάτ. Σοφ. 242Α, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 173D. 2) ἐνθουσιῶν, ἐμπεπνευσμένος, διατελῶν ὑπὸ τὴν ἐνέργειαν ἐμπνεύσεως, εὐφυοῦς ἡ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῦ Ἀριστ. Ποιητ. 17. 4, πρβλ. Προβλ. 30. 1, 18. 3) [[καθόλου]], [[ὑπέρμετρος]], [[ὑπερβολικός]], Ἰσοκρ. 5Α, κτλ.· [[σωφρόνημα]] [[λίαν]] μανικὸν Ξεν. Ἀγησ. 5. 4, πρβλ. Ἱππαρχ. 1, 12· - [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., μανικῶς διακεῖσθαι Πλάτ. Φαῖδρ. 249D· ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 216D. ΙΙΙ. ἐνεργ., ὁ προξενῶν, ἐπιφέρων μανίαν, [[στρύχνος]] μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.· φάρμακα Πλουτ. Ἄρατ. 54. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:40, 10 January 2021
English (LSJ)
ή, όν, (μανία) A of or for madness, mad, μ. πράγματα Ar.V. 1496; (νόσημα) Hp.Aph.3.20; βλέπει μανικόν τι she has a madwoman's eye, Ar.Pl.424; -ωτέρα ἡδονή Pl.R.403a; ἡ-κή madness, Id.Phdr.244c; μανικόν symptom of madness, Hp.Prog.3; οὐ μανικόν ἐστ' ἐν οἰκία τρέφειν ταὧς; Anaxandr.28, cf. Epicur.Ep.2p.53U.; νοσῶν τι μ. Timocl.6.12. Adv. -κῶς, περιφέρεσθαι X.Cyn.3.5; πυρέττειν Plu. Alex.75. 2 generally, mad, extravagant, Isoc.1.15, Pl.Prt.343c, etc.; σωφρόνημα λίαν μ. dub. l. in X.Ages.5.4; μ. ἱππωνίαι Id.Eq. Mag.1.12. Adv. -κῶς, διακεῖσθαι Pl.Phdr.249d; ἔχειν Id.Sph.216d; ὰλόγως καὶ μ. Isoc.5.65, cf. Phld.Ir.p.82 W. II disposed to madness, Pl.Smp.173d (dub.); unbalanced, Id.Sph.242a. 2 frenzied, enthusiastic, inspired, εὐφυοῦς ἡ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῦ Arist.Po.1455 a33; ἐξίσταται τὰ εὐφυᾶ γένη εἰς -ώτερα ἤθη Id.Rh.1390b29; νοσήματα μ. καὶ ἐνθουσιαστικά Id.Pr.954a36. III Act., causing madness, στρύχνος (-ον) Thphr.HP9.11.5, Dsc.4.73, Gal.11.767; μανικόν, τό, = δορύκνιον, Plin.HN21.179, cf. Dsc.Alex.6; φάρμακα Plu.Arat.54.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰνῐκός: -ή, -όν, (μανία) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μανίαν, παράφρων, μ. πράγματα Ἀριστοφ. Σφ. 1496· μανικὸν (νόσημα) Ἱππ. Ἀφ. 1248· μανικόν τι βλέπειν Ἀριστοφ. Πλ. 424· μανικωτέρα ἡδονὴ Πλάτ. Πολ. 403Α· ἡ μανική, ἡ μανία, παραφροσύνη, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 244C· τά μ., συμπτώματα μανίας, παραφροσύνης, Ἱππ. Προγν. 37· οὐ μανικόν ἐστ’ ἐν οἰκίᾳ τρέφειν ταὧς; Ἀναξανδρ. ἐν «Μελιλώτῳ» 4. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ ἔχων διάθεσιν ἢ τάσιν πρὸς μανίαν, παράφρων «τρελλός», μανιώδης, Πλάτ. Σοφ. 242Α, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 173D. 2) ἐνθουσιῶν, ἐμπεπνευσμένος, διατελῶν ὑπὸ τὴν ἐνέργειαν ἐμπνεύσεως, εὐφυοῦς ἡ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῦ Ἀριστ. Ποιητ. 17. 4, πρβλ. Προβλ. 30. 1, 18. 3) καθόλου, ὑπέρμετρος, ὑπερβολικός, Ἰσοκρ. 5Α, κτλ.· σωφρόνημα λίαν μανικὸν Ξεν. Ἀγησ. 5. 4, πρβλ. Ἱππαρχ. 1, 12· - οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., μανικῶς διακεῖσθαι Πλάτ. Φαῖδρ. 249D· ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 216D. ΙΙΙ. ἐνεργ., ὁ προξενῶν, ἐπιφέρων μανίαν, στρύχνος μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.· φάρμακα Πλουτ. Ἄρατ. 54.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 fou, insensé;
2 qui trouble la raison;
Cp. μανικώτερος, Sp. μανικώτατος.
Étymologie: μαίνομαι.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM μανικός, -ή, -όν)
βλ. μανιακός.
Greek Monotonic
μᾰνῐκός: -ή, -όν (μανία),·
I. αυτός που προκαλείται από ή αυτός που καταλήγει στη μανία, τρελός, σε Αριστοφ.· μανικόν τι βλέπειν, κοιτάζω σαν τρελός, στον ίδ.
II. λέγεται για πρόσωπα, παραληρηματικός, παράφρων, σε Πλάτ.· τρελός, παράλογος, σε Ξεν.· επίρρ., μανικῶς διακεῖσθαι, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μᾰνῐκός:
1) сумасшедший, безумный (πράγματα Arph.): μανικόν τι βλέπειν Arph. иметь безумный вид;
2) граничащий с безумием, безрассудный (ἐπιχείρημα Plat.);
3) восторженный, вдохновенный: εὐφυοῦς ἡ ποιητική ἐστιν ἢ μανικοῦ Arst. поэзия есть область одаренности или вдохновения;
4) приводящий в безумие (φάρμακα Plut.).
Middle Liddell
μᾰνῐκός, ή, όν μανία
I. of or for madness, mad, Ar.; μανικόν τι βλέπειν to look mad, Ar.
II. of persons, frenzied, frantic, Plat.:— mad, extravagant, Xen.: —adv., μανικῶς διακεῖσθαι Plat.