ἐξυφαίνω: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksyfaino | |Transliteration C=eksyfaino | ||
|Beta Code=e)cufai/nw | |Beta Code=e)cufai/nw | ||
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[weave]], φᾶρος <span class="bibl">Hdt.2.122</span>,<span class="bibl">9.109</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>44.3</span> (iii B. C.); | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[weave]], φᾶρος <span class="bibl">Hdt.2.122</span>,<span class="bibl">9.109</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>44.3</span> (iii B. C.); ([[πέπλον]]) <span class="bibl">Batr.182</span>; of bees, ἐ. κηρία <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>7.34</span> (Pass.); σάγους ἀπ' ἐρέας <span class="bibl">Str.4.4.3</span>:—Med., <span class="bibl">Nicopho 5</span>, <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>21.250d</span>:—Pass., <b class="b3">ἐξύφανται ὑμέσι</b> [[are tissues of]] membranes, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SA</span>2.7</span>; <b class="b3">-ασμένη πάπυρος</b>, of rolls, Porph. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>3.7</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[finish weaving]], ἱστὸν ἐξυφαγκέναι <span class="bibl">Artem.4.40</span>; <b class="b3">πρὶν ἐξυφῆναι</b> (sc. <b class="b3">τὰ κηρία</b>) <span class="title">Gp.</span>15.5.2. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., [[finish]], ἐ. μέλος <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>4.44</span>; τὶν χάριτες ἐξυφαίνονται <span class="bibl">Id.<span class="title">P.</span>4.275</span>; of speech or writing, βύβλους τεσσαράκοντα καθαπερανεὶ κατὰ μίτον ἐξυφασμένας <span class="bibl">Plb.3.32.2</span>, etc.; τὸ συνεχὲς τῆς ἐπιβολῆς ἐ. <span class="bibl">Id.18.10.3</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:50, 10 January 2021
English (LSJ)
A weave, φᾶρος Hdt.2.122,9.109, cf. PCair.Zen.44.3 (iii B. C.); (πέπλον) Batr.182; of bees, ἐ. κηρία X.Oec.7.34 (Pass.); σάγους ἀπ' ἐρέας Str.4.4.3:—Med., Nicopho 5, Them.Or.21.250d:—Pass., ἐξύφανται ὑμέσι are tissues of membranes, Aret.SA2.7; -ασμένη πάπυρος, of rolls, Porph. ap. Eus.PE3.7. 2 finish weaving, ἱστὸν ἐξυφαγκέναι Artem.4.40; πρὶν ἐξυφῆναι (sc. τὰ κηρία) Gp.15.5.2. II metaph., finish, ἐ. μέλος Pi.N.4.44; τὶν χάριτες ἐξυφαίνονται Id.P.4.275; of speech or writing, βύβλους τεσσαράκοντα καθαπερανεὶ κατὰ μίτον ἐξυφασμένας Plb.3.32.2, etc.; τὸ συνεχὲς τῆς ἐπιβολῆς ἐ. Id.18.10.3.
German (Pape)
[Seite 890] ausweben, fertig weben; πέπλον Batrach. 182; φᾶρος Her. 2, 122 u. Sp.; κηρία, Xen. Oec. 7, 34. Übertr., μέλος, vollenden, Pind. N. 4, 44; τὶν χάριτες ἐξυφαίνονται, dir werden Begünstigungen bereitet, P. 4, 275; δόλους Polyb. 17, 10, 3; θρίαμβον Eust. amor. 1. – Med. ἐξυφαίνεθ' ἱστόν Nicopho Poll. 7, 33.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξυφαίνω: ὑφαίνω καὶ τελειώνω τι, φᾶρος δὲ αὐτημερὸν ἐξυφήναντες οἱ ἱρέες Ἡρόδ. 2. 122., 9. 109˙ πέπλον μου κατέτρωξαν, ὃν ἐξύφανα καμοῦσα Βατραχομυομ. 182˙ ἐπὶ τῶν μελισσῶν, τοῖς ἔνδον ἐξυφαινομένοις κυρίοις Ξεν. Οἰκ. 7, 34: - Μέσ., ὁ δ’ ἐξυφαίνεθ’ ἱστὸν Νικοφῶν ἐν «Πανδώρα» 1. ΙΙ. μεταφ., ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ’ αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος πεφιλημένον, «ἐργάζου δὴ οὖν καὶ πλήρου τοῦτο τὸ πεφιλημένον μέλος, ὦ γλυκυτάτη φόρμιγξ, σὺν τῇ Λυδίων ἁρμονίᾳ» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 4. 71˙ τὶν δὲ τούτων ἐξυφαίνονται χάριτες, «σοὶ δὲ τούτων αἱ χάριτες καταπράττονται» (Σχόλ.), ὁ αὐτὸς ἐν Π. 4. 490˙ ὡσαύτως ὡς τὸ Λατ. pertexere, ἐπὶ λόγου ἢ γραφῆς, Πολύβ. 3. 32, 2. κτλ.˙ τὸ συνεχὲς τῆς ἐπιβολῆς ἐξ. ὁ αὐτ. 17. 10, 3˙ πρβλ. ὑφαίνω, ῥάπτω. 2) λύω, διαλύω τὸ ὑφαινόμενον, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 119. 20.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐξύφηνα;
tisser complètement (un vêtement, un manteau, etc.) ; p. anal. κηρία XÉN confectionner des gâteaux de cire en parl. des abeilles.
Étymologie: ἐξ, ὑφαίνω.
English (Slater)
ἐξῠφαίνω
a weave to an end met. τὶν δὲ τούτων ἐξυφαίνονται χάριτες (P. 4.275)
b weave out, create met. ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος (N. 4.44)
Greek Monolingual
(AM ἐξυφαίνω)
μσν.- νεοελλ.
ξηλώνω αυτό που ύφανα
νεοελλ.
μηχανεύομαι, μηχανορραφώ («εξυφαίνω συνωμοσία»)
αρχ.
1. ολοκληρώνω την ύφανση
2. αποπερατώνω, τελειώνω («ἐξύφαινε... φόρμιγξ μέλος πεφιλημένον», Πίνδ.)
3. παθ. ετοιμάζομαι.
Greek Monotonic
ἐξῠφαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, αποτελειώνω την ύφανση, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξῠφαίνω: (aor. ἐξύφηνα)
1) ткать (πέπλον Batr.; φᾶρος Her.; ἱστόν Plut.);
2) изготовлять, строить (κηρία Xen.);
3) слагать, сочинять (μέλος Pind.; βύβλοι ἐξυφασμέναι Polyb.).