ταχύπους: Difference between revisions

From LSJ

Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>τᾰχύπους</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[swift]] footed ἱστάμεναι χορὸν [[[ταχύ]]]ποδα παρθένοι (Pae. 2.100)
|sltr=<b>τᾰχύπους</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[swift]] footed ἱστάμεναι χορὸν ([[ταχύ]])ποδα παρθένοι (Pae. 2.100)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:55, 10 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠπους Medium diacritics: ταχύπους Low diacritics: ταχύπους Capitals: ΤΑΧΥΠΟΥΣ
Transliteration A: tachýpous Transliteration B: tachypous Transliteration C: tachypous Beta Code: taxu/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, πουν, τό, A swift-footed, fleet of foot E.Ba.782, Ar.Eq.1068; ἴχνος E.Tr.232 (anap.); κῶλον Id.Ba.168 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1076] ποδος, ὁ, ἡ, schnellfüßig; ἵπποι, Eur. Bacch. 781; ἴχνος, Troad. 232; κῶλον, Bacch. 168; Ar. Equ. 1063; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχύπους: ποδος, ὁ, ἡ, -πουν, τό, ταχὺς τοὺς πόδας, ὡς τὸ ὠκύπους, Εὐρ. Βάκχ. 782, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1068· ἴχνος Εὐρ. Τρῳ. 232· κῶλον ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 168.

French (Bailly abrégé)

ποδος (ὁ, ἡ)
aux pieds agiles.
Étymologie: ταχύς, πούς.

English (Slater)

τᾰχύπους
   1 swift footed ἱστάμεναι χορὸν (ταχύ)ποδα παρθένοι (Pae. 2.100)

Greek Monolingual

-ουν, ΝΑ
ο γρήγορος στα πόδια, αυτός που βαδίζει ή κινείται γρήγορα, γοργοπόδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + πούς (πρβλ. βραδύπους)].

Greek Monotonic

τᾰχύπους: -ποδος, ὁ, ἡ, ταχύπουν, τό, γρήγορος στα πόδια, σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχύπους: 2, gen. ποδος (χῠ) быстроногий, быстрый (ἵππος, ἴχνος, κῶλον Eur.; κυναλώπηξ Arph.).

Middle Liddell

τᾰχύ-πους,
swift-footed, Eur., Ar.

English (Woodhouse)

quick

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)