σωρείτης: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σωρείτης''': -ου, ὁ ἐπισωρευθείς· ἐν τῇ Λογικῇ, ὁ [[σωρείτης]] [[[συλλογισμός]]], sorites, σωρὸς συλλογισμῶν καθ’ ὃν τὸ [[συμπέρασμα]] τοῦ ἡγουμένου συλλογισμοῦ λαμβάνεται ὡς μείζων τοῦ ἑπομένου, Κικ. Acad. 5. 16, Λουκ. Συμπ. 23, κλπ.· ἐκαλεῖτο δὲ ἐν τῇ δημώδει Λατ. acervus, Ὁρατ. Ἐπ. 2. 1, 47, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 182. - Ὁ [[τύπος]] [[σωρίτης]] [[εἶναι]] κοινὸς ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις· ἀλλὰ παρ’ ἅπασι τοῖς δοκιμωτέροις συγγραφεῦσι διορθωτέον τὸν ὀρθὸν τύπον [[σωρείτης]], ὡς καὶ τὰ [[σωρειτικός]], [[σωρεῖτις]].
|lstext='''σωρείτης''': -ου, ὁ ἐπισωρευθείς· ἐν τῇ Λογικῇ, ὁ [[σωρείτης]] ([[συλλογισμός]]), sorites, σωρὸς συλλογισμῶν καθ’ ὃν τὸ [[συμπέρασμα]] τοῦ ἡγουμένου συλλογισμοῦ λαμβάνεται ὡς μείζων τοῦ ἑπομένου, Κικ. Acad. 5. 16, Λουκ. Συμπ. 23, κλπ.· ἐκαλεῖτο δὲ ἐν τῇ δημώδει Λατ. acervus, Ὁρατ. Ἐπ. 2. 1, 47, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 182. - Ὁ [[τύπος]] [[σωρίτης]] [[εἶναι]] κοινὸς ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις· ἀλλὰ παρ’ ἅπασι τοῖς δοκιμωτέροις συγγραφεῦσι διορθωτέον τὸν ὀρθὸν τύπον [[σωρείτης]], ὡς καὶ τὰ [[σωρειτικός]], [[σωρεῖτις]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:55, 10 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωρείτης Medium diacritics: σωρείτης Low diacritics: σωρείτης Capitals: ΣΩΡΕΙΤΗΣ
Transliteration A: sōreítēs Transliteration B: sōreitēs Transliteration C: soreitis Beta Code: swrei/ths

English (LSJ)

σωρ-ειτικός, A v. σωρίτης, -ιτικός.

German (Pape)

[Seite 1060] ὁ, gehäuft, haufenweise; bes. hieß ein Trugschluß in der Dialektik συλλογισμὸς σωρείτης, der Häufelschluß, sorites, Luc. Conv. 23.

Greek (Liddell-Scott)

σωρείτης: -ου, ὁ ἐπισωρευθείς· ἐν τῇ Λογικῇ, ὁ σωρείτης (συλλογισμός), sorites, σωρὸς συλλογισμῶν καθ’ ὃν τὸ συμπέρασμα τοῦ ἡγουμένου συλλογισμοῦ λαμβάνεται ὡς μείζων τοῦ ἑπομένου, Κικ. Acad. 5. 16, Λουκ. Συμπ. 23, κλπ.· ἐκαλεῖτο δὲ ἐν τῇ δημώδει Λατ. acervus, Ὁρατ. Ἐπ. 2. 1, 47, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 182. - Ὁ τύπος σωρίτης εἶναι κοινὸς ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις· ἀλλὰ παρ’ ἅπασι τοῖς δοκιμωτέροις συγγραφεῦσι διορθωτέον τὸν ὀρθὸν τύπον σωρείτης, ὡς καὶ τὰ σωρειτικός, σωρεῖτις.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj.
mis en monceau, formé par accumulation : σωρείτης συλλογισμός sorite, genre de raisonnement fondé sur une accumulation de prémisses.
Étymologie: σωρεύω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και σωρίτης Α
(λογ.)
1. είδος σύνθετου συλλογισμού ο οποίος μπορεί να αναλυθεί σε τόσους απλούς συλλογισμούς όσες είναι και οι προτάσεις, εκτός από την πρώτη και την τελευταία
2. το επιχείρημα του σωρού, κατά το οποίο εξακολουθούμε να αποκαλούμε σωρό ένα σημαντικό αριθμό σπόρων, όταν αφαιρούμε διαδοχικά σπόρους απ' αυτόν, αλλά είναι αδύνατο να πούμε πότε παύει να είναι σωρός
νεοελλ.
(μετεωρ.) κύριος τύπος νεφών, ο οποίος αναπτύσσεται, γενικά, κατά την κατακόρυφη διεύθυνση έχοντας τη μορφή θόλων πλαισιωμένων με στρογγυλές προεξοχές σε σχήμα πύργων ή λόφων, ενώ η ανώτερη επιφάνειά του θυμίζει κουνουπίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωρός + κατάλ. -ίτης (πρβλ. στνλ-ίτης). Ο τ. σωρ-είτης κατ' επίδραση τών σωρεία, σωρεύω].

Greek Monotonic

σωρείτης: -ου, ὁ (σωρός), αρσ. επίθ., αυτός που έχει επισωρευθεί, συσσωρευμένος, συναγμένος· ὁ σωρείτης (συλλογισμός), Λατ. sorites, σωρός συλλογισμών, όπου το συμπέρασμα του προηγούμενου, αποτελεί την υπόθεση, δηλ. την ηγουμένη ή μείζονα πρόταση του επομένου, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

σωρείτης: ου adj. m нагроможденный: σ. (sc. συλλογισμός или λόγος) лог. сорит
1) софизм о «куче», основанный на неопределимости того количества, которое необходимо для образования «кучи» Sext.;
2) слитный или цепной силлогизм Diog. L.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σωρείτης -ου, [σωρός] ὁ σωρείτης λόγος de redenering over de hoop (tot hoever kun je zandkorrels wegnemen van een hoop zand voordat het geen hoop meer is?). Luc. 17.23.

Middle Liddell

σωρείτης, ου, ὁ, σωρός
masc. adj. heaped up: ὁ σωρείτης συλλογισμός a sorites or heap of syllogisms, the conclusion of one forming the premiss of the next, Luc.