κυνίζω: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυνίζω]] (Α) [[κύων]]<br />[[ασπάζομαι]] τη [[θεωρία]] τών Κυνικών και ζω σύμφωνα με αυτήν («τὸ [[μειράκιον]] τὸ ὡραῑον, ὅ ἔπεισε κυνίζειν», <b>Λουκιαν.</b>).
|mltxt=[[κυνίζω]] (Α) [[κύων]]<br />[[ασπάζομαι]] τη [[θεωρία]] τών Κυνικών και ζω σύμφωνα με αυτήν («τὸ [[μειράκιον]] τὸ ὡραῖον, ὅ ἔπεισε κυνίζειν», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:45, 14 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνίζω Medium diacritics: κυνίζω Low diacritics: κυνίζω Capitals: ΚΥΝΙΖΩ
Transliteration A: kynízō Transliteration B: kynizō Transliteration C: kynizo Beta Code: kuni/zw

English (LSJ)

fut. A κυνιῶ Stoic.3.162, Apollod.ib.261:— play the dog: metaph., live like a Cynic, Il.cc., Arr.Epict.3.22.1, Luc. Peregr.43, Ath. 13.588f, Jul.Or.6.182a.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνίζω: φέρομαι ὡς κύων· μεταφ., ζῶ κυνικῶς, ἀνήκω εἰς τὴν αἵρεσιν τῶν κυνικῶν φιλοσόφων, Διογ. Λ. 7. 121, Λουκ. Περεγρ. 43, Ἀθήν. 588F, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 1· ― ῥημ. ἐπίθ., κυνιστέον, δεῖ κυνίζειν, Ἰουλιαν. σ. 204.

French (Bailly abrégé)

f. att. κυνιῶ;
vivre en chien, en philosophe cynique.
Étymologie: κύων.

Greek Monolingual

κυνίζω (Α) κύων
ασπάζομαι τη θεωρία τών Κυνικών και ζω σύμφωνα με αυτήν («τὸ μειράκιον τὸ ὡραῖον, ὅ ἔπεισε κυνίζειν», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

κῠνίζω: (κύων), κάνω τον σκύλο· μεταφ., ζω όπως ένας Κυνικός φιλόσοφος, όπως κάποιος που ανήκει στην κάστα του, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

κυνίζω: жить или держать себя как киник Luc., Diog. L.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνίζω [κύων] leven volgens de Cynische filosofie, Cynicus zijn.

Middle Liddell

κῠνίζω, κύων
to play the dog: metaph. to live like a Cynic, belong to their sect, Luc.