κυνίζω: Difference between revisions
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυνίζω]] (Α) [[κύων]]<br />[[ασπάζομαι]] τη [[θεωρία]] τών Κυνικών και ζω σύμφωνα με αυτήν («τὸ [[μειράκιον]] τὸ | |mltxt=[[κυνίζω]] (Α) [[κύων]]<br />[[ασπάζομαι]] τη [[θεωρία]] τών Κυνικών και ζω σύμφωνα με αυτήν («τὸ [[μειράκιον]] τὸ ὡραῖον, ὅ ἔπεισε κυνίζειν», <b>Λουκιαν.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:45, 14 March 2021
English (LSJ)
fut. A κυνιῶ Stoic.3.162, Apollod.ib.261:— play the dog: metaph., live like a Cynic, Il.cc., Arr.Epict.3.22.1, Luc. Peregr.43, Ath. 13.588f, Jul.Or.6.182a.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνίζω: φέρομαι ὡς κύων· μεταφ., ζῶ κυνικῶς, ἀνήκω εἰς τὴν αἵρεσιν τῶν κυνικῶν φιλοσόφων, Διογ. Λ. 7. 121, Λουκ. Περεγρ. 43, Ἀθήν. 588F, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 1· ― ῥημ. ἐπίθ., κυνιστέον, δεῖ κυνίζειν, Ἰουλιαν. σ. 204.
French (Bailly abrégé)
f. att. κυνιῶ;
vivre en chien, en philosophe cynique.
Étymologie: κύων.
Greek Monolingual
κυνίζω (Α) κύων
ασπάζομαι τη θεωρία τών Κυνικών και ζω σύμφωνα με αυτήν («τὸ μειράκιον τὸ ὡραῖον, ὅ ἔπεισε κυνίζειν», Λουκιαν.).
Greek Monotonic
κῠνίζω: (κύων), κάνω τον σκύλο· μεταφ., ζω όπως ένας Κυνικός φιλόσοφος, όπως κάποιος που ανήκει στην κάστα του, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
κυνίζω: жить или держать себя как киник Luc., Diog. L.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνίζω [κύων] leven volgens de Cynische filosofie, Cynicus zijn.
Middle Liddell
κῠνίζω, κύων
to play the dog: metaph. to live like a Cynic, belong to their sect, Luc.