μεταστρατοπεδεύω: Difference between revisions
ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "αβεῑν" to "αβεῖν") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[μεταστρατοπεδεύω]])<br />(ενεργ. και μέσ.) [[μεταφέρω]] το στρατόπεδό μου σε [[άλλη]] [[θέση]], [[στρατοπεδεύω]] σε [[άλλο]] [[μέρος]], [[αλλάζω]] [[στρατόπεδο]] («ἔδοξε πορρωτέρω μεταστρατοπεδεῡσαι καὶ | |mltxt=(Α [[μεταστρατοπεδεύω]])<br />(ενεργ. και μέσ.) [[μεταφέρω]] το στρατόπεδό μου σε [[άλλη]] [[θέση]], [[στρατοπεδεύω]] σε [[άλλο]] [[μέρος]], [[αλλάζω]] [[στρατόπεδο]] («ἔδοξε πορρωτέρω μεταστρατοπεδεῡσαι καὶ καταλαβεῖν εὔυδρον [[χωρίον]]», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:30, 25 March 2021
English (LSJ)
A shift one's ground or camp, Plb.3.112.2, D.S. 14.32, Plu.2.228d:—Med., X.Cyr.3.3.23; πρὸς τὸ ἄστυ Id.Ages.2.18; εἰς τὸν ἕτερον χάρακα D.H.9.6 (Act. as v.l.).
German (Pape)
[Seite 154] ein Heer in ein anderes Lager bringen, umlagern, u. ohne Object, ein anderes Lager beziehen, Pol. 3, 112, 2. 27, 8, 15; auch im med., Xen. Cyr. 3, 3, 23; πρὸς τὸ ἄστυ, Ages. 2, 18; – τινί, mit Einem im Lager stehen, App. B. C. 5, 122.
Greek (Liddell-Scott)
μεταστρᾰτοπεδεύω: μετατοπίζω τὸ στρατόπεδόν μου, Πολύβ. 3. 112, 2· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ξεν. Κύρ. 3 3, 23· πρὸς τὸ ἄστυ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 2. 18, κτλ.
French (Bailly abrégé)
changer de campement.
Étymologie: μετά, στρατοπεδεύω.
Greek Monolingual
(Α μεταστρατοπεδεύω)
(ενεργ. και μέσ.) μεταφέρω το στρατόπεδό μου σε άλλη θέση, στρατοπεδεύω σε άλλο μέρος, αλλάζω στρατόπεδο («ἔδοξε πορρωτέρω μεταστρατοπεδεῡσαι καὶ καταλαβεῖν εὔυδρον χωρίον», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
μεταστρᾰτοπεδεύω: μέλ. -σω, μεταφέρω το στρατόπεδό μου σε άλλη θέση, αλλάζω στρατόπεδο, σε Πολύβ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
μεταστρᾰτοπεδεύω: тж. med. перемещать лагерь (ταχέως Polyb.; med. πρὸς τὸ ἄστυ Xen.).
Middle Liddell
fut. σω
to shift one's ground or camp, Polyb.:—so in Mid., Xen.