επισείω: Difference between revisions
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(13) |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐπισείω]]) [[σείω]]<br />[[σείω]], [[κουνώ]] [[κάτι]] [[εναντίον]] κάποιου, [[κυρίως]] για εκφοβισμό («[[Ζεύς]]... ἐπισσείῃσιν ἐρεμνήν αἰγίδα πᾱσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>ἐπισείομαι</i><br /><b>1.</b> [[κουνώ]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[απομακρύνω]], [[διώχνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>απόλ.</b> (για [[άγαλμα]]) [[παρουσιάζομαι]], [[φαίνομαι]] [[απειλητικός]]<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] [[κάτι]], [[βάζω]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε κάποιον («φόβους ἐπέσεισε τῇ βουλῇ», Λιβάν.)<br /><b>3.</b> [[παρακινώ]], [[προτρέπω]], [[ερεθίζω]]<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι («ἄχρις ἂν οἱ πολέμιοι | |mltxt=(AM [[ἐπισείω]]) [[σείω]]<br />[[σείω]], [[κουνώ]] [[κάτι]] [[εναντίον]] κάποιου, [[κυρίως]] για εκφοβισμό («[[Ζεύς]]... ἐπισσείῃσιν ἐρεμνήν αἰγίδα πᾱσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>ἐπισείομαι</i><br /><b>1.</b> [[κουνώ]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[απομακρύνω]], [[διώχνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>απόλ.</b> (για [[άγαλμα]]) [[παρουσιάζομαι]], [[φαίνομαι]] [[απειλητικός]]<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] [[κάτι]], [[βάζω]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε κάποιον («φόβους ἐπέσεισε τῇ βουλῇ», Λιβάν.)<br /><b>3.</b> [[παρακινώ]], [[προτρέπω]], [[ερεθίζω]]<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι («ἄχρις ἂν οἱ πολέμιοι τοῖς τείχεσι ἐπισείωσι», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>5.</b> [[κουνώ]] [[κάτι]] [[ελαφρά]] [[πάνω]] σε [[άλλο]], [[χαϊδεύω]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐπισείω]] τήν χεῑρα» — [[κουνώ]] το [[χέρι]] για να δείξω [[συναίνεση]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:57, 25 March 2021
Greek Monolingual
(AM ἐπισείω) σείω
σείω, κουνώ κάτι εναντίον κάποιου, κυρίως για εκφοβισμό («Ζεύς... ἐπισσείῃσιν ἐρεμνήν αἰγίδα πᾱσιν», Ομ. Ιλ.)
μσν.
μέσ. ἐπισείομαι
1. κουνώ κάτι
2. απομακρύνω, διώχνω
αρχ.
1. απόλ. (για άγαλμα) παρουσιάζομαι, φαίνομαι απειλητικός
2. προκαλώ κάτι, βάζω κάτι μέσα σε κάποιον («φόβους ἐπέσεισε τῇ βουλῇ», Λιβάν.)
3. παρακινώ, προτρέπω, ερεθίζω
4. (αμτβ.) προσβάλλω, επιτίθεμαι («ἄχρις ἂν οἱ πολέμιοι τοῖς τείχεσι ἐπισείωσι», Διόδ. Σικ.)
5. κουνώ κάτι ελαφρά πάνω σε άλλο, χαϊδεύω
6. φρ. «ἐπισείω τήν χεῑρα» — κουνώ το χέρι για να δείξω συναίνεση.