καρπώνω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[καρπώ]] (AM καρπῶ, -όω) [[[καρπός]] (Ι)]<br /> <b>1.</b> [[παράγω]] καρπό, [[καρποφορώ]]<br /> <b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>καρπώνομαι</i>, <i>καρποῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br /> α) [[απολαμβάνω]] τους καρπούς, έχω την [[επικαρπία]], καρπίζομαι («δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ τὴν γῆν καρποῡσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /> β) [[λαμβάνω]] [[κέρδος]] από κάποιο [[πράγμα]], ωφελούμαι («καρπώθηκε την [[περιουσία]] του θείου του»)<br /> γ) έχω την ελεύθερη [[χρήση]] κάποιου πράγματος («τὴν οἰκείαν ταύτην ἀδεῶς καρπούμενοι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /> δ) [[εξαντλώ]], [[εκμυζώ]] («καρπουμένῳ τὴν Ἑλλάδα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> [[λαμβάνω]] καρπό ή [[προϊόν]] («οὐκ ἐκάρπωσα ἀπ' αὐτῶν εἰς ἀκάθαρτον», ΠΔ)<br /> <b>2.</b> [[προσφέρω]] ως [[θυσία]]<br /> <b>3.</b> <b>μέσ.</b> α) [[λαμβάνω]] τόκο από χρήματα («ἔδωκεν [[ἑβδομήκοντα]] μνᾱς καρπώσασθαι τοσοῡτον χρόνον», <b>Δημοσθ.</b>)<br /> β) [[συγκομίζω]] τους καρπούς («καρπώσεται ὅσην [[πλατύρρους]] Νεῑλος ἀρδεύει χθόνα», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=και [[καρπώ]] (AM καρπῶ, -όω) [[[καρπός]] (Ι)]<br /> <b>1.</b> [[παράγω]] καρπό, [[καρποφορώ]]<br /> <b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>καρπώνομαι</i>, <i>καρποῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br /> α) [[απολαμβάνω]] τους καρπούς, έχω την [[επικαρπία]], καρπίζομαι («δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ τὴν γῆν καρποῡσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /> β) [[λαμβάνω]] [[κέρδος]] από κάποιο [[πράγμα]], ωφελούμαι («καρπώθηκε την [[περιουσία]] του θείου του»)<br /> γ) έχω την ελεύθερη [[χρήση]] κάποιου πράγματος («τὴν οἰκείαν ταύτην ἀδεῶς καρπούμενοι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /> δ) [[εξαντλώ]], [[εκμυζώ]] («καρπουμένῳ τὴν Ἑλλάδα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> [[λαμβάνω]] καρπό ή [[προϊόν]] («οὐκ ἐκάρπωσα ἀπ' αὐτῶν εἰς ἀκάθαρτον», ΠΔ)<br /> <b>2.</b> [[προσφέρω]] ως [[θυσία]]<br /> <b>3.</b> <b>μέσ.</b> α) [[λαμβάνω]] τόκο από χρήματα («ἔδωκεν [[ἑβδομήκοντα]] μνᾱς καρπώσασθαι τοσοῡτον χρόνον», <b>Δημοσθ.</b>)<br /> β) [[συγκομίζω]] τους καρπούς («καρπώσεται ὅσην [[πλατύρρους]] Νεῑλος ἀρδεύει χθόνα», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}

Revision as of 16:40, 26 March 2021

Greek Monolingual

και καρπώ (AM καρπῶ, -όω) [[[καρπός]] (Ι)]
1. παράγω καρπό, καρποφορώ
2. μέσ. καρπώνομαι, καρποῦμαι, -όομαι
α) απολαμβάνω τους καρπούς, έχω την επικαρπία, καρπίζομαι («δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ τὴν γῆν καρποῡσθαι», Πλάτ.)
β) λαμβάνω κέρδος από κάποιο πράγμα, ωφελούμαι («καρπώθηκε την περιουσία του θείου του»)
γ) έχω την ελεύθερη χρήση κάποιου πράγματος («τὴν οἰκείαν ταύτην ἀδεῶς καρπούμενοι», Δημοσθ.)
δ) εξαντλώ, εκμυζώ («καρπουμένῳ τὴν Ἑλλάδα», Αριστοφ.)
αρχ.
1. λαμβάνω καρπό ή προϊόν («οὐκ ἐκάρπωσα ἀπ' αὐτῶν εἰς ἀκάθαρτον», ΠΔ)
2. προσφέρω ως θυσία
3. μέσ. α) λαμβάνω τόκο από χρήματα («ἔδωκεν ἑβδομήκοντα μνᾱς καρπώσασθαι τοσοῡτον χρόνον», Δημοσθ.)
β) συγκομίζω τους καρπούς («καρπώσεται ὅσην πλατύρρους Νεῑλος ἀρδεύει χθόνα», Αισχύλ.).