ευθενώ: Difference between revisions
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
m (Text replacement - ">" to ">") |
m (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=εὐθενῶ, -έω (Α)<br />[[είμαι]] σε καλή [[κατάσταση]], [[ακμάζω]] (α. «μῆλα... | |mltxt=εὐθενῶ, -έω (Α)<br />[[είμαι]] σε καλή [[κατάσταση]], [[ακμάζω]] (α. «μῆλα... εὐθενοῦντα», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «τοὺς στρατιώτας εὐθενεῑν», <b>Δημοσθ.</b><br />γ. «μή τιν᾿ οἶκον εὐθενεῑν», <b>Αισχύλ.</b><br />δ. «εὐθενούντων τῶν πραγμάτων», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ρίζα]] <i>θεν</i>- ή <i>θην</i>- ([[παράλληλος]] [[τύπος]] <i>ευθηνέω</i>). Αβέβαιης ετυμολογίας. Έχουν διατυπωθεί δύο κύριες ερμηνείες: (α) Βασική [[ρίζα]] [[είναι]] η <i>θεν</i>-, το δε <i>ευθενέω</i> [[είναι]] μετονοματικό παράγωγο του επιθ. [[ευθενής]], [[οπότε]] αναγόμεθα σε αρχικό ονοματικό τύπο <i>θενος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[φόνος]] <i>αίματος</i>) και δημιουργείται [[έτσι]] [[σειρά]] παραγώγων <i>θένος</i>, σύνθ. [[ευθενής]] > <i>ευθενέω</i> και [[ευθένεια]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[μένος]], σύνθ. [[ευμενής]] > <i>ευμενέω</i> και [[ευμένεια]]). Στην [[περίπτωση]] αυτή, η [[λέξη]] ανάγεται σε IE <i>g</i><sup>w</sup><i>henes</i>- «[[αφθονία]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>a</i>-<i>hanas</i> «[[πλούσιος]], [[ισχυρός]]» και <i>ghana</i>- «[[γεμάτος]], [[παχύς]]», ν. περσ. <i>ā</i>-<i>ganis</i> «[[πλήρης]]» <i>ā</i>-<i>gandan</i> «[[γεμίζω]]», λιθ. <i>gana</i> «αρκετά», αρχ. σλαβ. <i>gon</i><i>ě</i><i>ti</i> «αρκούμαι», αλβ. <i>zane</i> «[[πυκνός]], [[παχύς]]» και αρμ. <i>y</i>-<i>ogn</i> «[[πάρα]] πολύ»). Ίσως [[ακόμη]] να συνδέεται και με τα αρχ. ελλ. ανθρωπωνύμια σε -[[φόντης]]. Οι παράλληλοι τύποι με [[ρίζα]] <i>θην</i>- ερμηνεύονται [[είτε]] ως εκτεταμένη [[βαθμίδα]], χαρακτηριστική της ιωνικής διαλέκτου, [[είτε]] ως αναλογική [[έκταση]] ([[προς]] τα [[κτήνος]], <i>μήλα</i> <b>κ.λπ.</b>). Η ανωτέρω [[ερμηνεία]] όμως προσκρούει στο [[γεγονός]] ότι ο υποτιθέμενος [[αρχικός]] [[τύπος]] <i>ευθυνής</i> μαρτυρείται πολύ μεταγενέστερα από τα υποτιθέμενα παράγωγά του και [[σποραδικά]], (β) Βασική [[ρίζα]] [[είναι]] η <i>θην</i>-, [[οπότε]] αναγόμεθα σε αρχικό τ. <i>θήνος</i>, προερχόμενο από την ΙΕ [[ρίζα]] <i>dh</i><i>ē</i>- «[[θηλάζω]]» και συγγενή του λατ. <i>f</i><i>ē</i><i>nus</i> «[[έσοδο]], [[αισχροκέρδεια]]». Στην [[περίπτωση]] αυτή, οι παράλληλοι τύποι με [[ρίζα]] <i>θεν</i>- ερμηνεύονται [[είτε]] ως συνεσταλμένη [[βαθμίδα]], χαρακτηριστική της αττικής διαλέκτου, [[είτε]] ως [[αναλογία]] (π.χ. [[προς]] το [[σθένος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ρίζα]] <i>θην</i>- <b>αρχ.</b> [[ευθηνία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ρίζα]] <i>θην</i>- <b>αρχ.</b> <i>ευθηνι</i>-<i>άρχης</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 26 March 2021
Greek Monolingual
εὐθενῶ, -έω (Α)
είμαι σε καλή κατάσταση, ακμάζω (α. «μῆλα... εὐθενοῦντα», Αισχύλ.
β. «τοὺς στρατιώτας εὐθενεῑν», Δημοσθ.
γ. «μή τιν᾿ οἶκον εὐθενεῑν», Αισχύλ.
δ. «εὐθενούντων τῶν πραγμάτων», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρίζα θεν- ή θην- (παράλληλος τύπος ευθηνέω). Αβέβαιης ετυμολογίας. Έχουν διατυπωθεί δύο κύριες ερμηνείες: (α) Βασική ρίζα είναι η θεν-, το δε ευθενέω είναι μετονοματικό παράγωγο του επιθ. ευθενής, οπότε αναγόμεθα σε αρχικό ονοματικό τύπο θενος (πρβλ. φόνος αίματος) και δημιουργείται έτσι σειρά παραγώγων θένος, σύνθ. ευθενής > ευθενέω και ευθένεια (πρβλ. μένος, σύνθ. ευμενής > ευμενέω και ευμένεια). Στην περίπτωση αυτή, η λέξη ανάγεται σε IE gwhenes- «αφθονία» (πρβλ. αρχ. ινδ. a-hanas «πλούσιος, ισχυρός» και ghana- «γεμάτος, παχύς», ν. περσ. ā-ganis «πλήρης» ā-gandan «γεμίζω», λιθ. gana «αρκετά», αρχ. σλαβ. goněti «αρκούμαι», αλβ. zane «πυκνός, παχύς» και αρμ. y-ogn «πάρα πολύ»). Ίσως ακόμη να συνδέεται και με τα αρχ. ελλ. ανθρωπωνύμια σε -φόντης. Οι παράλληλοι τύποι με ρίζα θην- ερμηνεύονται είτε ως εκτεταμένη βαθμίδα, χαρακτηριστική της ιωνικής διαλέκτου, είτε ως αναλογική έκταση (προς τα κτήνος, μήλα κ.λπ.). Η ανωτέρω ερμηνεία όμως προσκρούει στο γεγονός ότι ο υποτιθέμενος αρχικός τύπος ευθυνής μαρτυρείται πολύ μεταγενέστερα από τα υποτιθέμενα παράγωγά του και σποραδικά, (β) Βασική ρίζα είναι η θην-, οπότε αναγόμεθα σε αρχικό τ. θήνος, προερχόμενο από την ΙΕ ρίζα dhē- «θηλάζω» και συγγενή του λατ. fēnus «έσοδο, αισχροκέρδεια». Στην περίπτωση αυτή, οι παράλληλοι τύποι με ρίζα θεν- ερμηνεύονται είτε ως συνεσταλμένη βαθμίδα, χαρακτηριστική της αττικής διαλέκτου, είτε ως αναλογία (π.χ. προς το σθένος).
ΠΑΡ. ρίζα θην- αρχ. ευθηνία.
ΣΥΝΘ. ρίζα θην- αρχ. ευθηνι-άρχης].