κατακωλύω: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατακωλύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εμποδίζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] («δειπνεῑν κατακωλύεις [[πάλαι]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σταματώ]] («ἵνα μὴ κατακωλύοιμι τοὺς πρέσβεις», <b>Δημοσθ.</b>).
|mltxt=[[κατακωλύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εμποδίζω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]] («δειπνεῖν κατακωλύεις [[πάλαι]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σταματώ]] («ἵνα μὴ κατακωλύοιμι τοὺς πρέσβεις», <b>Δημοσθ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:20, 26 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακωλύω Medium diacritics: κατακωλύω Low diacritics: κατακωλύω Capitals: ΚΑΤΑΚΩΛΥΩ
Transliteration A: katakōlýō Transliteration B: katakōlyō Transliteration C: katakolyo Beta Code: katakwlu/w

English (LSJ)

A hinder from doing, c. acc. et inf., Simon.41, cf. Ar. Ach.1088; detain, keep back, τινα X.Oec.12.1, D.53.5; κ. ἔξω τινάς X.An.5.2.16; ἄχθεται… τῷ κατακωλύοντι Pherecr.153.7:—Pass., c. gen. rei, κατεκωλύθη τοῦ ἐς Σικελίαν πλοῦ D.33.13.

German (Pape)

[Seite 1358] verhindern; δειπνεῖν κατακωλύεις Ar. Ach. 1088; Xen. Oec. 12, 1; κατεκωλύθη τοῦ ἐς Σικελίαν πλοῦ, er wurde an der Fahrt verhindert, Dem. 33, 13; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατακωλύω: κωλύω ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ τίς τι, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., κ. μελιηδέα γᾶρυν ἀραρεῖν ἀκοαῖσι Σιμωνίδ. 51· κ. δειπνεῖν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1088· κρατῶ ὀπίσω, ἀναχαιτίζω, τινὰ Ξεν. Οἰκ. 12, 1, Δημ. 1248. 1· κ. ἔξω τινὰς Ξεν. Ἀν. 5. 2, 16· ἄχθεται… τῷ κατακωλύοντι Φερεκρ. ἐν «Χειρ.» 3. 6.- Παθ., μετὰ γεν. πράγματος, κατεκωλύθη τοῦ ἐς Σικελίαν πλοῦ Δημ. 896. 20.

French (Bailly abrégé)

retenir, empêcher.
Étymologie: κατά, κωλύω.

Greek Monolingual

κατακωλύω (Α)
1. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι («δειπνεῖν κατακωλύεις πάλαι», Αριστοφ.)
2. σταματώ («ἵνα μὴ κατακωλύοιμι τοὺς πρέσβεις», Δημοσθ.).

Greek Monotonic

κατακωλύω: μέλ. -ύσω [ῡ], εμποδίζω από το να κάνει κάποιος κάτι, σε Αριστοφ.· αναχαιτίζω, κρατώ πίσω, σε Ξεν. — Παθ., με γεν. πράγμ., κατεκωλύθη τοῦ πλοῦ, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κωλύω verhinderen, tegenhouden, met inf.:; κατακωλυθεὶς ἐκπλεῦσαι verhinderd om uit te varen Dem. 19.323; met acc.: ὁπόσους ἐδύνατο κατεκώλυε τῶν ὁπλιτῶν ἔξω hij hield zoveel hoplieten als hij kon buiten de deur Xen. An. 5.2.16.

Russian (Dvoretsky)

κατακωλύω: препятствовать, мешать или удерживать (τινά Plut.; μή σε κατακωλύω ἀπιέναι βουλόμενον; Xen.): δειπνεῖν κ. Arph. задерживать (кого-л.) с обедом, т. е. опаздывать к обеду; κ. τινὰ ἔξω Xen. не впускать кого-л.; κατεκωλύθη τοῦ ἐς Σικελίαν πλοῦ Dem. его путешествию в Сицилию помешали.

Middle Liddell

fut. ύσω
to hinder from doing, Ar.: to detain, keep back, Xen.:—Pass., c. gen. rei, κατεκωλύθη τοῦ πλοῦ Dem.