προσχαρίζομαι: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[κάνω]] [[κάτι]] για [[χάρη]] κάποιου<br />/ <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χαρίζω]] [[κάτι]] σε κάποιον ή [[ικανοποιώ]] κάποιον («τῇ... γαστρὶ αὐτῶν ἐπὶ | |mltxt=ΜΑ<br />[[κάνω]] [[κάτι]] για [[χάρη]] κάποιου<br />/ <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χαρίζω]] [[κάτι]] σε κάποιον ή [[ικανοποιώ]] κάποιον («τῇ... γαστρὶ αὐτῶν ἐπὶ ταῖς ἐπιθυμίαις προσχαριζόμενος», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποδέχομαι]] την [[αλήθεια]] κάποιου («Θετταλοῑς μυθώδεις λόγους προσχαριζόμενος... φησίν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δωρίζω]] [[κάτι]] επί [[πλέον]] σε κάποιον<br /><b>4.</b> [[θυσιάζω]] [[κάτι]] για [[χάρη]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χαρίζομαι]] (<span style="color: red;"><</span> [[χάρις]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:05, 27 March 2021
English (LSJ)
A gratify or satisfy, τῇ γαστρί X.Oec.13.9; stretch a point in one's favour, BGU1141.30 (i B.C.), Luc.DMeretr.9.5; concede the truth of, τοῖς Θετταλοῖς μυθώδεις λόγους Str.7.7.12. II gratify besides, Ath.Naucr. ap. Ath.5.211b. III sacrifice something for the sake of something, τῶν πτερυγωμάτων τι τῇ μήτρᾳ Sor. 2.89.
German (Pape)
[Seite 789] dep. med., zu Gefallen thun, willfahren; τῇ γαστρί, Xen. Oec. 13, 9; Sp., τί τινι, Luc. D. Meretr. 9, 5. dep. med., zu Gefallen thun, willfahren; τῇ γαστρί, Xen. Oec. 13, 9; Sp., τί τινι, Luc. D. Meretr. 9, 5.
Greek (Liddell-Scott)
προσχᾰρίζομαι: ἀποθ., χαρίζομαι προσέτι, τῇ γαστρὶ Ξεν. Οικ. 3. 9· τινί τι, δωροῦμαι προσέτι, Στράβ. 329, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλογ. 9. 5, Ἀθήν. 211, κτλ.
French (Bailly abrégé)
complaire à, τινι.
Étymologie: πρός, χαρίζομαι.
Greek Monolingual
ΜΑ
κάνω κάτι για χάρη κάποιου
/ αρχ.
1. χαρίζω κάτι σε κάποιον ή ικανοποιώ κάποιον («τῇ... γαστρὶ αὐτῶν ἐπὶ ταῖς ἐπιθυμίαις προσχαριζόμενος», Ξεν.)
2. αποδέχομαι την αλήθεια κάποιου («Θετταλοῑς μυθώδεις λόγους προσχαριζόμενος... φησίν», Στράβ.)
3. δωρίζω κάτι επί πλέον σε κάποιον
4. θυσιάζω κάτι για χάρη κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + χαρίζομαι (< χάρις)].
Greek Monotonic
προσχᾰρίζομαι: αποθ., κάνω για χάρη κάποιου, τινί, σε Ξεν.· τινί τι, δωρίζω επιπλέον, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
προσχαρίζομαι: угождать (τῇ γαστρί Xen.): π. τινί τι Luc. исполнять чье-л. желание.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-χᾰρίζομαι tevreden stellen.
Middle Liddell
Dep. to gratify or satisfy besides, τινί Xen.; τινί τι to give freely besides, Strab.