επανέρχομαι: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐπανέρχομαι]])<br /><b>1.</b> [[επιστρέφω]], [[ξαναγυρίζω]] («[[μέχρι]] οὗ ἐπανέλθωσιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για λόγο γραπτό ή προφορικό) ξανασυζητώ, [[αναπτύσσω]] [[ξανά]] («θα επανέλθω σε αυτό το [[σημείο]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αποκαθίσταμαι στην προηγούμενη [[θέση]] μου («επανέρχονται όλοι οι απότακτοι στο [[στράτευμα]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ξαναβρίσκω]] την [[υγεία]] μου<br /><b>2.</b> [[συνέρχομαι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐπανέρχομαι]] ἐπὶ τὸ κρεῖττον» — βελτιώνεται η [[κατάσταση]] μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αναφέρομαι σε [[κάτι]] («εἰς τὰ γράμματα ταῡτ' ἐπανελθεῖν καὶ τὴν ἀλήθειαν πάντων εὑρεῖν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πυρετό) εκδηλώνομαι [[πάλι]], [[παθαίνω]] [[υποτροπή]]<br /><b>3.</b> [[υποστρέφω]], [[στρέφω]] [[πίσω]], [[γυρίζω]] [[πάλι]]<br /><b>4.</b> [[συγκεφαλαιώνω]] («πρῶτον μὲν ἐπανέλθοιμεν ὅσα | |mltxt=(AM [[ἐπανέρχομαι]])<br /><b>1.</b> [[επιστρέφω]], [[ξαναγυρίζω]] («[[μέχρι]] οὗ ἐπανέλθωσιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> (για λόγο γραπτό ή προφορικό) ξανασυζητώ, [[αναπτύσσω]] [[ξανά]] («θα επανέλθω σε αυτό το [[σημείο]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αποκαθίσταμαι στην προηγούμενη [[θέση]] μου («επανέρχονται όλοι οι απότακτοι στο [[στράτευμα]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ξαναβρίσκω]] την [[υγεία]] μου<br /><b>2.</b> [[συνέρχομαι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐπανέρχομαι]] ἐπὶ τὸ κρεῖττον» — βελτιώνεται η [[κατάσταση]] μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αναφέρομαι σε [[κάτι]] («εἰς τὰ γράμματα ταῡτ' ἐπανελθεῖν καὶ τὴν ἀλήθειαν πάντων εὑρεῖν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πυρετό) εκδηλώνομαι [[πάλι]], [[παθαίνω]] [[υποτροπή]]<br /><b>3.</b> [[υποστρέφω]], [[στρέφω]] [[πίσω]], [[γυρίζω]] [[πάλι]]<br /><b>4.</b> [[συγκεφαλαιώνω]] («πρῶτον μὲν ἐπανέλθοιμεν ὅσα ὁμολογοῦν | ||
τες διεληλύθαμεν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[ανέρχομαι]], [[ανεβαίνω]] («ἐπανελθὼν εἰς τὰ ὄρη ἐνέδραν ἐποιήσατο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> [[ανεβαίνω]] στην [[επιφάνεια]]<br /><b>7.</b> μεταδίδομαι, διαδίδομαι. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:15, 27 March 2021
Greek Monolingual
(AM ἐπανέρχομαι)
1. επιστρέφω, ξαναγυρίζω («μέχρι οὗ ἐπανέλθωσιν», Θουκ.)
2. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) ξανασυζητώ, αναπτύσσω ξανά («θα επανέλθω σε αυτό το σημείο)
νεοελλ.
αποκαθίσταμαι στην προηγούμενη θέση μου («επανέρχονται όλοι οι απότακτοι στο στράτευμα»)
μσν.
1. ξαναβρίσκω την υγεία μου
2. συνέρχομαι
3. φρ. «ἐπανέρχομαι ἐπὶ τὸ κρεῖττον» — βελτιώνεται η κατάσταση μου
αρχ.
1. αναφέρομαι σε κάτι («εἰς τὰ γράμματα ταῡτ' ἐπανελθεῖν καὶ τὴν ἀλήθειαν πάντων εὑρεῖν», Δημοσθ.)
2. (για πυρετό) εκδηλώνομαι πάλι, παθαίνω υποτροπή
3. υποστρέφω, στρέφω πίσω, γυρίζω πάλι
4. συγκεφαλαιώνω («πρῶτον μὲν ἐπανέλθοιμεν ὅσα ὁμολογοῦν
τες διεληλύθαμεν», Ξεν.)
5. ανέρχομαι, ανεβαίνω («ἐπανελθὼν εἰς τὰ ὄρη ἐνέδραν ἐποιήσατο», Ξεν.)
6. ανεβαίνω στην επιφάνεια
7. μεταδίδομαι, διαδίδομαι.