επιφοιτώ: Difference between revisions

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐπιφοιτῶ, -άω και ιων. -έω)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κατεβαίνω]] σε κάποιον από [[πάνω]], από τον ουρανό, [[εμπνέω]] (α. «επιφοίτησε [[πνεύμα]] αγάπης και ειρήνης στον κόσμο» β. «το Αγιο Πνεύμα επιφοίτησε στους Αποστόλους»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πηγαίνω]] [[κάπου]] [[συχνά]], [[συχνάζω]] («πλεῡνοι δὲ αἰεὶ γινομένου τοῦ ἐπιφοιτέοντος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για εχθρό) [[εισβάλλω]] («τὴν γῆν δῃοῡν ἐπιφοιτῶντες», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) εισάγομαι («ὁ ἐπιφοιτέων [[κέραμος]]» — τα εισαγόμενα αγγεία κρασιού, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (με δοτ. προσ.) [[επισκέπτομαι]] κάποιον («[[πολλάκις]] ἡμῑν ἰδὼν ἐπιφοιτῶντας ἐνταῡθα [ἄνδρας]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> (με αιτ. προσ.) (για όνειρα <b>κ.λπ.</b>) [[παρουσιάζομαι]], [[ενοχλώ]] με την [[παρουσία]] μου («εἰ γὰρ δὴ ἐπιφοιτήσειέ γε συνεχέως, φαίην ἂν καὶ αὐτὸς θεῑον [[εἶναι]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> (για [[ασθένεια]]) [[παρουσιάζω]] [[υποτροπή]]<br /><b>7.</b> (για [[ρευματικό]] πόνο) εξαπλώνομαι<br /><b>8.</b> [[κάνω]] έρωτα, συνουσιάζομαι<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> (α. «ἐπιφοιτῶ εἰς» — [[περιοδεύω]] σε πολλές περιοχές<br />β. «ἐπιφοιτῶ [[πανταχόσε]]» — [[πηγαίνω]] [[παντού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[φοιτώ]] «[[συχνάζω]]»].
|mltxt=(AM ἐπιφοιτῶ, -άω και ιων. -έω)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κατεβαίνω]] σε κάποιον από [[πάνω]], από τον ουρανό, [[εμπνέω]] (α. «επιφοίτησε [[πνεύμα]] αγάπης και ειρήνης στον κόσμο» β. «το Αγιο Πνεύμα επιφοίτησε στους Αποστόλους»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πηγαίνω]] [[κάπου]] [[συχνά]], [[συχνάζω]] («πλεῡνοι δὲ αἰεὶ γινομένου τοῦ ἐπιφοιτέοντος», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για εχθρό) [[εισβάλλω]] («τὴν γῆν δῃοῦν
ἐπιφοιτῶντες», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) εισάγομαι («ὁ ἐπιφοιτέων [[κέραμος]]» — τα εισαγόμενα αγγεία κρασιού, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (με δοτ. προσ.) [[επισκέπτομαι]] κάποιον («[[πολλάκις]] ἡμῑν ἰδὼν ἐπιφοιτῶντας ἐνταῡθα [ἄνδρας]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> (με αιτ. προσ.) (για όνειρα <b>κ.λπ.</b>) [[παρουσιάζομαι]], [[ενοχλώ]] με την [[παρουσία]] μου («εἰ γὰρ δὴ ἐπιφοιτήσειέ γε συνεχέως, φαίην ἂν καὶ αὐτὸς θεῑον [[εἶναι]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> (για [[ασθένεια]]) [[παρουσιάζω]] [[υποτροπή]]<br /><b>7.</b> (για [[ρευματικό]] πόνο) εξαπλώνομαι<br /><b>8.</b> [[κάνω]] έρωτα, συνουσιάζομαι<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> (α. «ἐπιφοιτῶ εἰς» — [[περιοδεύω]] σε πολλές περιοχές<br />β. «ἐπιφοιτῶ [[πανταχόσε]]» — [[πηγαίνω]] [[παντού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[φοιτώ]] «[[συχνάζω]]»].
}}
}}

Revision as of 14:15, 27 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἐπιφοιτῶ, -άω και ιων. -έω)
νεοελλ.-μσν.
κατεβαίνω σε κάποιον από πάνω, από τον ουρανό, εμπνέω (α. «επιφοίτησε πνεύμα αγάπης και ειρήνης στον κόσμο» β. «το Αγιο Πνεύμα επιφοίτησε στους Αποστόλους»)
αρχ.
1. πηγαίνω κάπου συχνά, συχνάζω («πλεῡνοι δὲ αἰεὶ γινομένου τοῦ ἐπιφοιτέοντος», Ηρόδ.)
2. (για εχθρό) εισβάλλω («τὴν γῆν δῃοῦν

ἐπιφοιτῶντες», Θουκ.)
3. (για πράγμ.) εισάγομαι («ὁ ἐπιφοιτέων κέραμος» — τα εισαγόμενα αγγεία κρασιού, Ηρόδ.)
4. (με δοτ. προσ.) επισκέπτομαι κάποιον («πολλάκις ἡμῑν ἰδὼν ἐπιφοιτῶντας ἐνταῡθα [ἄνδρας]», Λουκιαν.)
5. (με αιτ. προσ.) (για όνειρα κ.λπ.) παρουσιάζομαι, ενοχλώ με την παρουσία μου («εἰ γὰρ δὴ ἐπιφοιτήσειέ γε συνεχέως, φαίην ἂν καὶ αὐτὸς θεῑον εἶναι», Ηρόδ.)
6. (για ασθένεια) παρουσιάζω υποτροπή
7. (για ρευματικό πόνο) εξαπλώνομαι
8. κάνω έρωτα, συνουσιάζομαι
9. φρ. (α. «ἐπιφοιτῶ εἰς» — περιοδεύω σε πολλές περιοχές
β. «ἐπιφοιτῶ πανταχόσε» — πηγαίνω παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φοιτώ «συχνάζω»].