μηδέπω: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μηδέπω]] (Α)<br />επιρρ.) (εντονότερο του [[μήπω]]) όχι [[ακόμη]] («[[ἴσθι]] [[μηδέπω]] | |mltxt=[[μηδέπω]] (Α)<br />επιρρ.) (εντονότερο του [[μήπω]]) όχι [[ακόμη]] («[[ἴσθι]] [[μηδέπω]] μεσοῦν | ||
κακόν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηδέ]] <span style="color: red;">+</span> [[μόριο]] <i>πω</i> «[[ακόμη]], [[ποτέ]]»]. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:20, 27 March 2021
English (LSJ)
Adv. A nor as yet, not as yet, Id.Pr.741, Pers.435, etc.
German (Pape)
[Seite 170] und noch nicht, auch noch nicht, noch nicht einmal; εὖ νῦν τόδ' ἴσθι μηδέπω μεσοῦν κακόν, Aesch. Pers. 427, vgl. Prom. 742; Xen. Cyr. 1, 3, 8.
Greek (Liddell-Scott)
μηδέπω: ἐπίρρ., ὄχι ἀκόμη, εἶναι δόκει σοι μηδέπω ’ν προοιμίοις, μηδὲ εἰς τὰ προοίμια ἀκόμη, Αἰσχύλ. Πρ. 741, Πέρσ. 435. κτλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
pas encore, pas une fois.
Étymologie: μηδέ, πώ.
English (Strong)
from μηδέ and -πω; not even yet: not yet.
Greek Monolingual
μηδέπω (Α)
επιρρ.) (εντονότερο του μήπω) όχι ακόμη («ἴσθι μηδέπω μεσοῦν
κακόν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + μόριο πω «ακόμη, ποτέ»].
Greek Monotonic
μηδέπω: επίρρ., μήτε μέχρι τώρα, όχι ως τώρα, σε Αισχύλ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
μηδέπω: adv., тж. раздельно (все) еще не: μ. μεσοῦν κακόν Aesch. это еще (даже) не половина несчастья.
Middle Liddell
nor as yet, not as yet, Aesch., etc.
Chinese
原文音譯:mhdšpw 姆-得-坡
詞類次數:副詞(1)
原文字根:不-尚-(似的 尚)
字義溯源:尚未,未;由(μηδέ)=若不然)與(πώς)=尚)組成;其中 (μηδέ)由(μή / μήγε / μήπου)*=否定)與(δέ)*=但)組成;而 (πώς)出自 (πώς / ποταπῶς)=未知如何, (πώς / ποταπῶς)出自 (πού)=大約,某處, (πού)出自 (πορφυρόπωλις)X*=有些
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 未(1) 來11:7