ἐπιφυλάσσω: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐπιφυλάσσω]] και αττ. τ. ἐπιφυλάττω)<br />[[φυλάω]] και [[προορίζω]] για κάποιο σκοπό, [[περιμένω]] την κατάλληλη [[περίσταση]] (α. «η [[τύχη]] του επιφύλαξε μεγάλες συμφορές» β. «σκηνησάμενος ἐν θαλάττῃ τέγγων τοὺς [[πόδας]] πλοῡν ἐπιφυλαττέτω», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>επιφυλάσσομαι</i><br /><b>1.</b> έχω επιφυλάξεις, [[σκοπεύω]] να ενεργήσω στην κατάλληλη [[στιγμή]] («επιφυλάσσομαι να σάς απαντήσω»)<br /><b>2.</b> [[επιφυλάσσω]] ένα [[δικαίωμα]] στον εαυτό μου, [[διατηρώ]] [[επιφύλαξη]] για κάποιο [[ζήτημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[φυλάσσω]]. Η λ. <i>επιφυλάττομαι</i> μαρτυρείται από το 1833 στους <i>Ελληνικούς Κώδικες</i>].
|mltxt=(Α [[ἐπιφυλάσσω]] και αττ. τ. ἐπιφυλάττω)<br />[[φυλάω]] και [[προορίζω]] για κάποιο σκοπό, [[περιμένω]] την κατάλληλη [[περίσταση]] (α. «η [[τύχη]] του επιφύλαξε μεγάλες συμφορές» β. «σκηνησάμενος ἐν θαλάττῃ τέγγων τοὺς [[πόδας]] πλοῦν
ἐπιφυλαττέτω», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>επιφυλάσσομαι</i><br /><b>1.</b> έχω επιφυλάξεις, [[σκοπεύω]] να ενεργήσω στην κατάλληλη [[στιγμή]] («επιφυλάσσομαι να σάς απαντήσω»)<br /><b>2.</b> [[επιφυλάσσω]] ένα [[δικαίωμα]] στον εαυτό μου, [[διατηρώ]] [[επιφύλαξη]] για κάποιο [[ζήτημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[φυλάσσω]]. Η λ. <i>επιφυλάττομαι</i> μαρτυρείται από το 1833 στους <i>Ελληνικούς Κώδικες</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπιφυλάσσω:''' атт. ἐπιφυλάττω подстерегать, выжидать (πλοῦν Plat.).
|elrutext='''ἐπιφυλάσσω:''' атт. ἐπιφυλάττω подстерегать, выжидать (πλοῦν Plat.).
}}
}}

Revision as of 14:30, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφῠλάσσω Medium diacritics: ἐπιφυλάσσω Low diacritics: επιφυλάσσω Capitals: ΕΠΙΦΥΛΑΣΣΩ
Transliteration A: epiphylássō Transliteration B: epiphylassō Transliteration C: epifylasso Beta Code: e)pifula/ssw

English (LSJ)

A watch for, πλοῦν Pl.Lg.866d.

German (Pape)

[Seite 1001] beobachten, abwarten, πλοῦν Plat. Legg. IX, 866 d u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφῠλάσσω: Ἀττ. -ττω, φυλάττω, περιμένω, πλοῦν ἐπιφυλαττέτω, ἂς περιμένῃ διὰ πλοῖον ν’ ἀποπλεύσῃ. Πλάτ. Νόμ. 866D.

Greek Monolingual

ἐπιφυλάσσω και αττ. τ. ἐπιφυλάττω)
φυλάω και προορίζω για κάποιο σκοπό, περιμένω την κατάλληλη περίσταση (α. «η τύχη του επιφύλαξε μεγάλες συμφορές» β. «σκηνησάμενος ἐν θαλάττῃ τέγγων τοὺς πόδας πλοῦν

ἐπιφυλαττέτω», Πλάτ.)
νεοελλ.
μέσ. επιφυλάσσομαι
1. έχω επιφυλάξεις, σκοπεύω να ενεργήσω στην κατάλληλη στιγμή («επιφυλάσσομαι να σάς απαντήσω»)
2. επιφυλάσσω ένα δικαίωμα στον εαυτό μου, διατηρώ επιφύλαξη για κάποιο ζήτημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φυλάσσω. Η λ. επιφυλάττομαι μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Russian (Dvoretsky)

ἐπιφυλάσσω: атт. ἐπιφυλάττω подстерегать, выжидать (πλοῦν Plat.).