λεπταίνω: Difference between revisions

From LSJ
(23)
 
m (Text replacement - "οῦνκ" to "οῦν κ")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[λεπτύνω]] (AM [[λεπτύνω]]) [[λεπτός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] [[λεπτό]], το [[εκλεπτύνω]] (α. «[[λεπταίνω]] το [[σύρμα]]» β. «καὶ λεπτυνῶ αὐτοὺς ὡς χνοῡν κατὰ [[πρόσωπον]] ἀνέμου, εἰς πηλὸν πλατειῶν λεανῶ αὐτούς», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ή κάποιον ισχνό, αδύνατο (α. «σέ λέπτυνε η [[δίαιτα]]» β. «αἱ ταλαιπωρίαι λεπτύνουσι [τὰ πρόβατα]», <b>Αριστοτ.</b><br />γ. «λελεπτυσμένος κατὰ τὴν οὐράν», Φιλούμ.)<br /><b>3.</b> (σχετικά με το [[πνεύμα]]) [[οξύνω]] (α. «η [[μόρφωση]] λέπτυνε το [[μυαλό]] του» β. «καὶ πως ἤδη λεπτυνάμενος εἰς νοῡν καὶ ἰσχνολογεῑν ἐπιπνευσθείς», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κάνω]] τη [[φωνή]] μου [[οξεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(αμτβ.)</b> [[γίνομαι]] [[λεπτός]], [[αδυνατίζω]] («προσπαθεί να λεπτύνει με τη [[γυμναστική]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κάνω]] κάποιον [[λεπτό]] στους τρόπους, [[εξευγενίζω]] («η καλή [[συντροφιά]] τον έκανε να λεπτύνει τους τρόπους του»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[βαθιά]] [[τομή]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[ερμηνεύω]], [[αναλύω]]<br /><b>3.</b> [[διαλύω]], [[συντρίβω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ξεφλουδίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα ή στρατ. μονάδες) [[αραιώνω]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με την [[τροφή]]) [[χωνεύω]]<br /><b>3.</b> [[αλωνίζω]]<br /><b>4.</b> [[λιχνίζω]].
|mltxt=και [[λεπτύνω]] (AM [[λεπτύνω]]) [[λεπτός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] [[λεπτό]], το [[εκλεπτύνω]] (α. «[[λεπταίνω]] το [[σύρμα]]» β. «καὶ λεπτυνῶ αὐτοὺς ὡς χνοῦν κατὰ [[πρόσωπον]] ἀνέμου, εἰς πηλὸν πλατειῶν λεανῶ αὐτούς», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ή κάποιον ισχνό, αδύνατο (α. «σέ λέπτυνε η [[δίαιτα]]» β. «αἱ ταλαιπωρίαι λεπτύνουσι [τὰ πρόβατα]», <b>Αριστοτ.</b><br />γ. «λελεπτυσμένος κατὰ τὴν οὐράν», Φιλούμ.)<br /><b>3.</b> (σχετικά με το [[πνεύμα]]) [[οξύνω]] (α. «η [[μόρφωση]] λέπτυνε το [[μυαλό]] του» β. «καὶ πως ἤδη λεπτυνάμενος εἰς νοῦν καὶ ἰσχνολογεῖν ἐπιπνευσθείς», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κάνω]] τη [[φωνή]] μου [[οξεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(αμτβ.)</b> [[γίνομαι]] [[λεπτός]], [[αδυνατίζω]] («προσπαθεί να λεπτύνει με τη [[γυμναστική]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κάνω]] κάποιον [[λεπτό]] στους τρόπους, [[εξευγενίζω]] («η καλή [[συντροφιά]] τον έκανε να λεπτύνει τους τρόπους του»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[βαθιά]] [[τομή]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[ερμηνεύω]], [[αναλύω]]<br /><b>3.</b> [[διαλύω]], [[συντρίβω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ξεφλουδίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα ή στρατ. μονάδες) [[αραιώνω]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με την [[τροφή]]) [[χωνεύω]]<br /><b>3.</b> [[αλωνίζω]]<br /><b>4.</b> [[λιχνίζω]].
}}
}}

Latest revision as of 15:20, 27 March 2021

Greek Monolingual

και λεπτύνω (AM λεπτύνω) λεπτός
1. καθιστώ κάτι λεπτό, το εκλεπτύνω (α. «λεπταίνω το σύρμα» β. «καὶ λεπτυνῶ αὐτοὺς ὡς χνοῦν κατὰ πρόσωπον ἀνέμου, εἰς πηλὸν πλατειῶν λεανῶ αὐτούς», ΠΔ)
2. κάνω κάτι ή κάποιον ισχνό, αδύνατο (α. «σέ λέπτυνε η δίαιτα» β. «αἱ ταλαιπωρίαι λεπτύνουσι [τὰ πρόβατα]», Αριστοτ.
γ. «λελεπτυσμένος κατὰ τὴν οὐράν», Φιλούμ.)
3. (σχετικά με το πνεύμα) οξύνω (α. «η μόρφωση λέπτυνε το μυαλό του» β. «καὶ πως ἤδη λεπτυνάμενος εἰς νοῦν καὶ ἰσχνολογεῖν ἐπιπνευσθείς», Ευστ.)
4. κάνω τη φωνή μου οξεία
νεοελλ.
(αμτβ.) γίνομαι λεπτός, αδυνατίζω («προσπαθεί να λεπτύνει με τη γυμναστική»)
νεοελλ.-μσν.
κάνω κάποιον λεπτό στους τρόπους, εξευγενίζω («η καλή συντροφιά τον έκανε να λεπτύνει τους τρόπους του»)
μσν.
1. κάνω βαθιά τομή σε κάτι
2. ερμηνεύω, αναλύω
3. διαλύω, συντρίβω
μσν.-αρχ.
ξεφλουδίζω
αρχ.
1. (για πράγματα ή στρατ. μονάδες) αραιώνω
2. (σχετικά με την τροφή) χωνεύω
3. αλωνίζω
4. λιχνίζω.