ἐπιρρύζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιρρύζω]] (Α) [[ρύζω]]<br />([[κυρίως]] για σκυλιά) [[προτρέπω]], [[εξεγείρω]], [[ερεθίζω]] [[εναντίον]] κάποιου («κᾆθ’ [[ὅταν]] οὗτός γ’ ἐπισίξῃ ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν τιν’, ἐπιρρύξας ἀγρίως αὐτοῑς ἐπιπηδᾷς», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=[[ἐπιρρύζω]] (Α) [[ρύζω]]<br />([[κυρίως]] για σκυλιά) [[προτρέπω]], [[εξεγείρω]], [[ερεθίζω]] [[εναντίον]] κάποιου («κᾆθ’ [[ὅταν]] οὗτός γ’ ἐπισίξῃ ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν τιν’, ἐπιρρύξας ἀγρίως αὐτοῖς ἐπιπηδᾷς», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:30, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρύζω Medium diacritics: ἐπιρρύζω Low diacritics: επιρρύζω Capitals: ΕΠΙΡΡΥΖΩ
Transliteration A: epirrýzō Transliteration B: epirryzō Transliteration C: epirryzo Beta Code: e)pirru/zw

English (LSJ)

A set a dog on one, ἐπί τινα Ar.V.705, acc. to Sch. and Hsch. (where also ἐπιρροφ-ρροίζειν); cf. ῥύζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρύζω: παρορμῶ, ἐναντίον τινός, ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν τινα ἐπιρρύξας Ἀριστοφ. Σφ. 705, κατὰ τὸν Σχολ. καὶ Ἡσύχ., ἀλλ’ ὅμως πρβλ. ῥύζω.

French (Bailly abrégé)

exciter (un chien), ἐπί τινα contre qqn.
Étymologie: ἐπί, ῥύζω.

Greek Monolingual

ἐπιρρύζω (Α) ρύζω
(κυρίως για σκυλιά) προτρέπω, εξεγείρω, ερεθίζω εναντίον κάποιου («κᾆθ’ ὅταν οὗτός γ’ ἐπισίξῃ ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν τιν’, ἐπιρρύξας ἀγρίως αὐτοῖς ἐπιπηδᾷς», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ἐπιρρύζω: εξαπολύω σκύλο πάνω σε κάποιον, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρρύζω: натравливать (ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν τινα Arph.).

Middle Liddell

to set a dog on one, Ar.