Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὔτεχνος: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔτεχνος''': -ον, [[ἔμπειρος]], [[ἐπιτήδειος]], ἐπὶ προσώπων, Ἱππ. Ἐπιστ. 1276. 51, Συλλ. Ἐπιγρ. 4924b· εὐτέχνων... σκυτοτόμων Ἀντ. Π. 6.206. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τὸ [[μετὰ]] τέχνης κατεσκευασμένον, εὐτέχνοισιν ἐδέθλοις Παῦλ. Σιλεντ. Ἔκφρ. Μεγαλ. Ἐκκλ. 514· ἔργοις ὁ αὐτ. ἐν Ἄμβ. 79. ― Ἐπίρρ. εὐτέχνως, Πολυδ. Δ΄, 24, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. [[μέρος]] 1. σ. 110D, κλ.
|lstext='''εὔτεχνος''': -ον, [[ἔμπειρος]], [[ἐπιτήδειος]], ἐπὶ προσώπων, Ἱππ. Ἐπιστ. 1276. 51, Συλλ. Ἐπιγρ. 4924b· εὐτέχνων... σκυτοτόμων Ἀντ. Π. 6.206. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τὸ μετὰ τέχνης κατεσκευασμένον, εὐτέχνοισιν ἐδέθλοις Παῦλ. Σιλεντ. Ἔκφρ. Μεγαλ. Ἐκκλ. 514· ἔργοις ὁ αὐτ. ἐν Ἄμβ. 79. ― Ἐπίρρ. εὐτέχνως, Πολυδ. Δ΄, 24, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. [[μέρος]] 1. σ. 110D, κλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:32, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔτεχνος Medium diacritics: εὔτεχνος Low diacritics: εύτεχνος Capitals: ΕΥΤΕΧΝΟΣ
Transliteration A: eútechnos Transliteration B: eutechnos Transliteration C: eytechnos Beta Code: eu)/texnos

English (LSJ)

ον, A skilfully wrought, ναυτικόν Hp.Ep.14. 2 skilful, of persons, σκυτοτόμοι AP6.206 (Antip. Sid.), cf. Epigr.Gr.979 (Philae, i B.C.). 3 Adv. -νως, = ἐπισταμένως, Sch.Opp.H.3.536.

German (Pape)

[Seite 1102] kunsterfahren, kunstgeübt, σκυτοτόμος Antp. Sid. 21 (VI, 206); Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὔτεχνος: -ον, ἔμπειρος, ἐπιτήδειος, ἐπὶ προσώπων, Ἱππ. Ἐπιστ. 1276. 51, Συλλ. Ἐπιγρ. 4924b· εὐτέχνων... σκυτοτόμων Ἀντ. Π. 6.206. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τὸ μετὰ τέχνης κατεσκευασμένον, εὐτέχνοισιν ἐδέθλοις Παῦλ. Σιλεντ. Ἔκφρ. Μεγαλ. Ἐκκλ. 514· ἔργοις ὁ αὐτ. ἐν Ἄμβ. 79. ― Ἐπίρρ. εὐτέχνως, Πολυδ. Δ΄, 24, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. μέρος 1. σ. 110D, κλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
industrieux, habile ; en parl. de choses ingénieux.
Étymologie: εὖ, τέχνη.

Greek Monolingual

εὔτεχνος, -ον (ΑΜ)
(για πράγματα) αυτός που είναι έντεχνα κατασκευασμένος
αρχ.
(για πρόσ.) έμπειρος στην τέχνη, βαθύς γνώστης της τέχνης.
επίρρ...
εὐτέχνως (ΑΜ)
επιτήδεια, επιδέξια, με τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακό-τεχνος, φιλό-τεχνος].

Greek Monotonic

εὔτεχνος: -ον (τέχνη), δεξιοτέχνης, επιδέξιος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὔτεχνος: искусный, умелый (σκυτοτόμος Anth.).

Middle Liddell

εὔ-τεχνος, ον τέχνη
ingenious, Anth.