εὔτεκνος: Difference between revisions

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
m (Text replacement - "blest" to "blessed")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔτεκνος''': -ον, ἔχων πολλὰ καὶ καλὰ τέκνα, ἐπὶ γυναικῶν, Εὐρ. Ἑκ. 581, κτλ.· ἐπὶ τοῦ Πριάμου, [[αὐτόθι]] 620· εὔτ. [[βοῦς]] (δηλ. ἡ Ἰὼ) Αἰσχύλ. Ἱκ. 275· καὶ ἐπὶ τῆς γῆς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1405· εὔτ. [[χρησμός]], χρησμὸς δι’ οὗ δίδοται [[ὑπόσχεσις]] καλῶν τέκνων, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1618. ― Συγκρ. -ότερος ([[μετὰ]] διαφ. γραφ. -ώτατος) Διόδ. 4. 74. Ὑπερθ. -ώτατος Εὐρ. Ἑκ. ἔνθ’ ἀνωτ. (ἴδε Χοιροβ. ἐν Α. Β. 1287). ΙΙ. ἐπὶ ζῴων, καλὸς πρὸς τὰ ἴδιά του τέκνα, [[φιλόστοργος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 6, 5., 9. 11, 1, κ. ἀλλ., πρβλ. [[εὔπαις]].
|lstext='''εὔτεκνος''': -ον, ἔχων πολλὰ καὶ καλὰ τέκνα, ἐπὶ γυναικῶν, Εὐρ. Ἑκ. 581, κτλ.· ἐπὶ τοῦ Πριάμου, [[αὐτόθι]] 620· εὔτ. [[βοῦς]] (δηλ. ἡ Ἰὼ) Αἰσχύλ. Ἱκ. 275· καὶ ἐπὶ τῆς γῆς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1405· εὔτ. [[χρησμός]], χρησμὸς δι’ οὗ δίδοται [[ὑπόσχεσις]] καλῶν τέκνων, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1618. ― Συγκρ. -ότερος (μετὰ διαφ. γραφ. -ώτατος) Διόδ. 4. 74. Ὑπερθ. -ώτατος Εὐρ. Ἑκ. ἔνθ’ ἀνωτ. (ἴδε Χοιροβ. ἐν Α. Β. 1287). ΙΙ. ἐπὶ ζῴων, καλὸς πρὸς τὰ ἴδιά του τέκνα, [[φιλόστοργος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 6, 5., 9. 11, 1, κ. ἀλλ., πρβλ. [[εὔπαις]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:35, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔτεκνος Medium diacritics: εὔτεκνος Low diacritics: εύτεκνος Capitals: ΕΥΤΕΚΝΟΣ
Transliteration A: eúteknos Transliteration B: euteknos Transliteration C: eyteknos Beta Code: eu)/teknos

English (LSJ)

ον, A blessed with children, Sup. -ωτάτη E.Hec.581, etc.; of Priam, ib.620 (Sup.); εὔ. βοῦς (i.e. 10) A.Supp.275; πατρίς E. HF1405; εὔ. χρησμοί oracles that give promise offair children, Id.Ion 423; εὔ. ξυνωρίς a pair of fair children, Id.Ph.1618: Comp. -ότερος D.S.4.74: Sup. -ώτατος ll.cc. II of animals, kind to their young, Arist.HA563b6, 614b33.

German (Pape)

[Seite 1102] glücklich mit Kindern, fruchtbar an Kindern, Eur. Suppl. 979 u. öfter; εὐτεκνωτάτη heißt Hekuba, εὐτεκνώτατος Priamus, Hec. 581. 620 (aber εὐτεκνότερος D. Sic. 1, 741; auch ἡ πατρίς, Herc. Für. 1405, wie δόμος Callim. ep. 21; χρησμοί, Kinder verheißend, Eur. Ion 423. – Auch σπέρματ' εὐτέκνου βοός, Aesch. Suppl. 272; Arist. oft von Thieren, fruchtbar; γυνή, geeignet, Kinder zu zeugen, Xen. Lac. 1, 8.

Greek (Liddell-Scott)

εὔτεκνος: -ον, ἔχων πολλὰ καὶ καλὰ τέκνα, ἐπὶ γυναικῶν, Εὐρ. Ἑκ. 581, κτλ.· ἐπὶ τοῦ Πριάμου, αὐτόθι 620· εὔτ. βοῦς (δηλ. ἡ Ἰὼ) Αἰσχύλ. Ἱκ. 275· καὶ ἐπὶ τῆς γῆς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1405· εὔτ. χρησμός, χρησμὸς δι’ οὗ δίδοται ὑπόσχεσις καλῶν τέκνων, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1618. ― Συγκρ. -ότερος (μετὰ διαφ. γραφ. -ώτατος) Διόδ. 4. 74. Ὑπερθ. -ώτατος Εὐρ. Ἑκ. ἔνθ’ ἀνωτ. (ἴδε Χοιροβ. ἐν Α. Β. 1287). ΙΙ. ἐπὶ ζῴων, καλὸς πρὸς τὰ ἴδιά του τέκνα, φιλόστοργος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 6, 5., 9. 11, 1, κ. ἀλλ., πρβλ. εὔπαις.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
heureux en enfants ou qui a beaucoup d’enfants;
Cp. εὐτεκνότερος ou εὐτεκνώτερος, Sp. εὐτεκνώτατος.
Étymologie: εὖ, τέκνον.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔτεκνος, -ον)
αυτός που έχει πολλά και καλά τέκνα, ο ευτυχής για τα τέκνα του
μσν.-αρχ.
(για γυναίκα) γόνιμη, αυτή που είναι καλή για τεκνογονία
αρχ.
1. (για πατρίδα, γη, χώρα κ.λπ.) αυτή που παράγει καλά τέκνα
2. (για χρησμούς) αυτός που υπόσχεται καλά τέκνα
3. (για ζώα) αυτός που περιποιείται τα μικρά του, ο φιλόστοργος
4. φρ. «εὔτεκνος ξυνωρίς» — ζεύγος καλών τέκνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ-τεκνος, φιλό-τεκνος].

Greek Monotonic

εὔτεκνος: -ον (τέκνον), ευλογημένος με πολλά και καλά παιδιά, σε Ευρ. κ.λπ.· εὔτ. χρησμός, χρησμός που παρέχει την υπόσχεση (απόκτησης) καλών παιδιών, στον ίδ.· εὔτ.ξυνωρίς, ζεύγος καλών παιδιών, στον ίδ.· υπερθ. -ώτατος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

εὔτεκνος:
1) имеющий многих детей, окруженный многочисленным потомством, счастливый в (своих) детях (εὔ. βοῦς = Ἰώ Aesch.; Πρίαμος Eur.; γυνή Plut. - ср. 4);
2) сулящий многочисленных детей, предсказывающий счастливое потомство (χρησμοί Eur.);
3) заботящийся о потомстве, чадолюбивый (μέλανες ἀετοί Arst.);
4) плодовитый (γυνή Xen. - ср. 1);
5) (о детях) прекрасный: εὔ. ξυνιυρίς Eur. двое милых детей.

Middle Liddell

εὔ-τεκνος, ον τέκνον
blessed with children, Eur., etc.; εὔτ. χρησμός an oracle that gives promise of fair children, Eur.; εὔτ. ξυνωρίς a pair of fair children, Eur.: —Sup. -ώτατος Eur.

English (Woodhouse)

blessed with many offspring, blessed in one's children

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)