καταμάρπτω: Difference between revisions
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταμάρπτω''': [[καταλαμβάνω]], [[φθάνω]] τρέχων, Λατ. deprehendo, ὥς κεν ἔμ’ [[ἔντοσθε]] πόλιος καταμάρψῃ ἐόντα Ἰλ. Ζ. 364· ἰδίως καταπιάνω, (προ)[[φθάνω]] τινὰ φεύγοντα καὶ | |lstext='''καταμάρπτω''': [[καταλαμβάνω]], [[φθάνω]] τρέχων, Λατ. deprehendo, ὥς κεν ἔμ’ [[ἔντοσθε]] πόλιος καταμάρψῃ ἐόντα Ἰλ. Ζ. 364· ἰδίως καταπιάνω, (προ)[[φθάνω]] τινὰ φεύγοντα καὶ μετὰ τοῦ προσδ. διώκων, ὅτε δὴ κατέμαρπτε διώκων Ε. 65, πρβλ. Π. 598· [[ἐπεὶ]] κατὰ [[γῆρας]] ἔμαρψεν Ὀδ. Ω. 390· [[ὡσαύτως]] παρὰ Θεόγν. 207, Πινδ. Ο. 6. 22, Ν. 3. 60, Ι. 5. 57, Ἀνθ. Π. παράρτ. 51. 17· ἡ [[λέξις]] ποιητ. καὶ Ἰωνική, οἱ Αἰολ. ἔχουσι τὸν τύπ. καμμάρπτω. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:50, 20 April 2021
English (LSJ)
A catch, ὥς κεν ἔμ' ἔντοσθεν πόλιος καταμάρψῃ ἐόντα Il. 6.364; esp. catch, overtake one running away, ὅτε δὴ κατέμαρπτε διώκων 5.65, cf. 16.598, Pi.N.3.35; κατὰ γαῖ' αὐτόν τέ νιν καὶ… ἵππους ἔμαρψεν Id.O.6.14; ἐπεὶ κατὰ γῆρας ἔμαρψεν Od.24.390; ἄλλον δ' οὐ -έμαρψε δίκη Thgn.207; κρέσσον ἔσφαλε τέχνα -μάρψας' Pi.I.4(3).35; κατὰ μητέρα πότμος ἔμαρψε IG14.1389i17.
German (Pape)
[Seite 1362] (s. μάρπτω), ergreifen, packen, Il. 6, 364; den Fliehenden einholen, 5, 65. 16, 598; Pind. N. 3, 34 u. öfter. – Hesych. führt auch καμμάρψαι an u. erkl. es καταλαβεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
καταμάρπτω: καταλαμβάνω, φθάνω τρέχων, Λατ. deprehendo, ὥς κεν ἔμ’ ἔντοσθε πόλιος καταμάρψῃ ἐόντα Ἰλ. Ζ. 364· ἰδίως καταπιάνω, (προ)φθάνω τινὰ φεύγοντα καὶ μετὰ τοῦ προσδ. διώκων, ὅτε δὴ κατέμαρπτε διώκων Ε. 65, πρβλ. Π. 598· ἐπεὶ κατὰ γῆρας ἔμαρψεν Ὀδ. Ω. 390· ὡσαύτως παρὰ Θεόγν. 207, Πινδ. Ο. 6. 22, Ν. 3. 60, Ι. 5. 57, Ἀνθ. Π. παράρτ. 51. 17· ἡ λέξις ποιητ. καὶ Ἰωνική, οἱ Αἰολ. ἔχουσι τὸν τύπ. καμμάρπτω.
French (Bailly abrégé)
saisir ; particul. atteindre à la course, acc..
Étymologie: κατά, μάρπτω.
English (Autenrieth)
aor. subj. καταμάρψῃ: overtake.
English (Slater)
καταμάρπτω
1 bring down καὶ ποντίαν Θέτιν κατέμαρψεν ἐγκονητί (sc. Πηλεύς, who finally pinned down Thetis despite the many forms she assumed) (N. 3.35) καὶ κρέσσον' ἀνδρῶν χειρόνων ἔσφαλε τέχνα καταμάρψαισ (I. 4.35) fig., in tmesis, swallow up, κατὰ γαἶ αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν (O. 6.14)
Greek Monolingual
καταμάρπτω (Α)
1. (για τα γερατειά ή τον θάνατο και άλλα δεινά) καταλαμβάνω
2. συλλαμβάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μάρπτω «συλλαμβάνω»].
Greek Monotonic
καταμάρπτω: μέλ. -ψω, πιάνω, συλλαμβάνω, Λατ. deprehendo, σε Ομήρ. Ιλ.· ιδίως,, προφθαίνω κάποιον που διαφεύγει, προλαβαίνω κάποιον που ξεφεύγει, σε Όμηρ., Πίνδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-μάρπτω inhalen, grijpen.
Russian (Dvoretsky)
καταμάρπτω: догонять (τινά Hom.): ὅτε μιν κατέμαρπτε διώκων Hom. когда он, преследуя, настигал его; ἐπεὶ κατὰ γῆρας ἔμαρψεν Hom. с тех пор, как одолела старость.
Middle Liddell
fut. ψω
to catch, Lat. deprehendo, Il.; esp. to catch one running away, Hom., Pind.