πάντοσε: Difference between revisions
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάντοσε''': Ἐπίρρ., πρὸς πάντα τὰ μέρη, π. ἐποίχεσθαι Ἰλ. Ε. 508· φοιτᾶν Μ. 266· παπταίνειν Ν. 649, κτλ.· (ἴδε ἐν λ. [[ἔϊσος]])· οὕτω παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. Ἀν. 7. 2, 23, Ἑλλ. 7. 4, 4· - | |lstext='''πάντοσε''': Ἐπίρρ., πρὸς πάντα τὰ μέρη, π. ἐποίχεσθαι Ἰλ. Ε. 508· φοιτᾶν Μ. 266· παπταίνειν Ν. 649, κτλ.· (ἴδε ἐν λ. [[ἔϊσος]])· οὕτω παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. Ἀν. 7. 2, 23, Ἑλλ. 7. 4, 4· - μετὰ γενικῆς, ἐρισταφύλων π. θειλοπέδων Ἀνθ. Π. 9. 668, 10. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:05, 20 April 2021
English (LSJ)
Adv. A every way, in all directions, π. ἐποίχεσθαι Il.5.508; φοιτᾶν 12.266; παπταίνειν 13.649, etc.; cf. ἔϊσος: in Prose, X.An.7.2.23, HG7.4.4, Arist.de An.413a29: c. gen., π. θειλοπέδων AP9.668.10 (Marian.).
German (Pape)
[Seite 464] überall hin; ἐποιχόμενος, Il. 5, 108; παπταίνων, 13, 649 u. öfter; ἀσπίδα πάντοσ' ἐΐσην, nach allen Seiten gleich gerundet; auch in Prosa, Xen. An. 7, 2, 23 Hell. 7, 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
πάντοσε: Ἐπίρρ., πρὸς πάντα τὰ μέρη, π. ἐποίχεσθαι Ἰλ. Ε. 508· φοιτᾶν Μ. 266· παπταίνειν Ν. 649, κτλ.· (ἴδε ἐν λ. ἔϊσος)· οὕτω παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. Ἀν. 7. 2, 23, Ἑλλ. 7. 4, 4· - μετὰ γενικῆς, ἐρισταφύλων π. θειλοπέδων Ἀνθ. Π. 9. 668, 10.
French (Bailly abrégé)
adv.
partout, de tous côtés avec mouv.
Étymologie: πᾶς, -σε.
English (Autenrieth)
on every side, in every direction; πάντοσ' ἐίσην, denoting a circular form.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. προς κάθε κατεύθυνση, προς όλα τα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. άλλο-σε)].
Greek Monotonic
πάντοσε: επίρρ., με κάθε τρόπο, προς κάθε κατεύθυνση, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάντοσε [πᾶς] adv., in elke richting, alle kanten op.
Russian (Dvoretsky)
πάντοσε:
I adv. по всем направлениям, во все стороны, всюду (παπταίνειν, ἐποίχεσθαι Hom.): πρεσβεύειν τινὶ π. Xen. отправляться всюду в качестве посла от кого-л.; ἀσπὶς π. ἐΐση Hom. отовсюду закругленный, т. е. совершенно круглый щит.
II praep. cum gen. повсюду в (π. θειλοπέδων Anth.).
Middle Liddell
every way, in all directions, Il., Xen.