συναντιλαμβάνομαι: Difference between revisions
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συναντιλαμβάνομαι''': μέσ., συμβοηθῶ εἴς τι, | |lstext='''συναντιλαμβάνομαι''': μέσ., συμβοηθῶ εἴς τι, μετὰ γεν., Διόδ. 14. 8, Ἐπιγρ. Δελφ. 68· βοηθῶ εἰς ὑποστήριξίν τινος, τι Ἑβδ. (Ἀριθ. ΙΑ΄, 17). ΙΙ. μετὰ δοτικ., συναντιλήψονταί σοι [[αὐτόθι]] (Ἔξοδ. ΙΗ΄, 22, Ψαλμ. ΠΗ΄, 21). | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[βοηθώ]], [[συντρέχω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να αποκτήσει [[κάτι]] («συναντιλαβέσθαι τῆς ἐλευθερίας», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] στην [[υποστήριξη]] («συναντιλήψονται | |mltxt=ΜΑ<br />[[βοηθώ]], [[συντρέχω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να αποκτήσει [[κάτι]] («συναντιλαβέσθαι τῆς ἐλευθερίας», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] στην [[υποστήριξη]] («συναντιλήψονται μετὰ σοῡ τὴν ὁρμὴν τοῦ λαοῡ», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀντιλαμβάνομαι</i> «[[βοηθώ]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:20, 20 April 2021
English (LSJ)
Med., A help in gaining a thing, τῆς ἐλευθερίας D.S.14.8; τῶν τῇ πόλει συμφερόντων SIG412.7 (Delph., iii B.C.); τῆς θεραπείας Phld.Lib.p.19 O.; assist in supporting, τὴν ὁρμὴν τοῦ λαοῦ LXX Nu.11.17: abs., render assistance, περί τινων PHib.1.82.18 (iii B.C.); εἴς τι OGI267.26 (Pergam., iii B.C.). II c. dat., take part with, help, LXXEx.18.22, Ps.88(89).22, Ev.Luc.10.40.
German (Pape)
[Seite 1001] (s. λαμβάνω), pass., mit Hand anlegen und helfen bei einer Sache, τινός, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
συναντιλαμβάνομαι: μέσ., συμβοηθῶ εἴς τι, μετὰ γεν., Διόδ. 14. 8, Ἐπιγρ. Δελφ. 68· βοηθῶ εἰς ὑποστήριξίν τινος, τι Ἑβδ. (Ἀριθ. ΙΑ΄, 17). ΙΙ. μετὰ δοτικ., συναντιλήψονταί σοι αὐτόθι (Ἔξοδ. ΙΗ΄, 22, Ψαλμ. ΠΗ΄, 21).
English (Strong)
from σύν and ἀντιλαμβάνομαι; to take hold of opposite together, i.e. co-operate (assist): help.
English (Thayer)
2nd aorist middle subjunctive 3rd person singular συναντιλάβηται; to lay hold along with, to strife to obtain with others, help in obtaining (τῆς ἐλευθερίας, Diodorus 14,8); to take hold with another (who is laboring), hence, universally, to help: τίνι, one, Josephus, anti. 4,8, 4).
Greek Monolingual
ΜΑ
βοηθώ, συντρέχω
αρχ.
1. βοηθώ κάποιον να αποκτήσει κάτι («συναντιλαβέσθαι τῆς ἐλευθερίας», Διόδ.)
2. βοηθώ στην υποστήριξη («συναντιλήψονται μετὰ σοῡ τὴν ὁρμὴν τοῦ λαοῡ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀντιλαμβάνομαι «βοηθώ»].
Russian (Dvoretsky)
συναντιλαμβάνομαι:
1) помогать добыть (τῆς ἐλευθερίας Diod.);
2) быть в помощь, помогать (τινι и ταῖς ἀσθενείαις τινός NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αντιλαμβάνομαι helpen, met dat. iem.
Chinese
原文音譯:sunantilamb£nomai 尋-安提-藍巴挪買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:同-交換-取得
字義溯源:同負責任,幫助,來幫助,援助,帶到一起,幫助取得;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἀντιλαμβάνω)=援助)組成,而 (ἀντιλαμβάνω)由(ἀντί)*=相對)與(λαμβάνω)*=拿,取)組成。參讀 (ἀντιλαμβάνω)同義字參讀 (λαμβάνω)同源字
出現次數:總共(2);路(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 幫助(1) 羅8:26;
2) 來幫助(1) 路10:40