μισθαρχίδης: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mistharchidis
|Transliteration C=mistharchidis
|Beta Code=misqarxi/dhs
|Beta Code=misqarxi/dhs
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[Son of a Placeman]], Com. patronym. in <span class="bibl">Ar. <span class="title">Ach.</span>597</span>; cf. [[σπουδαρχίδης]].</span>
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[son]] of a [[[placeman]], Com. patronym. in <span class="bibl">Ar. <span class="title">Ach.</span>597</span>; cf. [[σπουδαρχίδης]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:21, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθαρχίδης Medium diacritics: μισθαρχίδης Low diacritics: μισθαρχίδης Capitals: ΜΙΣΘΑΡΧΙΔΗΣ
Transliteration A: mistharchídēs Transliteration B: mistharchidēs Transliteration C: mistharchidis Beta Code: misqarxi/dhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A son of a [[[placeman]], Com. patronym. in Ar. Ach.597; cf. σπουδαρχίδης.

German (Pape)

[Seite 190] ὁ, wer nach solchen Aemtern strebt, für die man besoldet wird, Ar. Ach. 572, wie σπουδαρχίδης gebildet.

Greek (Liddell-Scott)

μισθαρχίδης: -ου, ὁ, (ἀρχή) ὁ κληρονομικὸς ὑποψήφιος εἰς μισθοδοτούμενα ὑπουργήματα, υἱὸς τοῦ ἐπὶ ἁδρᾷ πληρωμῇ κατέχοντος ὑπούργημά τι, κωμικὸν πατρωνυμικὸν ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 597· πρβλ. σπουδαρχίδης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui recherche les fonctions lucratives.
Étymologie: μισθός, ἀρχή.

Greek Monolingual

μισθαρχίδης, ὁ (Α)
(κωμικό πατρων. στον Αριστοφ.) αυτός που επιδιώκει για τον εαυτό του τις εξουσίες και τα δημόσια αξιώματα τα οποία αμείβονται με μισθό («σὺ δ' ἐξ ὅτου περ πόλεμος μισθαρχίδης», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ἀρχή + κατάλ. -ίδης].

Greek Monotonic

μισθαρχίδης: -ου, ὁ (ἀρχή), κωμικ. πατρωνυμ., γιος αξιωματούχου με κληρονομικά δικαιώματα στο αξίωμα του πατέρα του, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μισθαρχίδης: ου ὁ (шутл., по анал. со σπουδαρχίδης) искатель хорошо оплачиваемых должностей, любитель высокого жалованья Arph.

Middle Liddell

μισθ-αρχίδης, ου, ὁ, [ἀρχη]
Comic Patron., son of a placeman, Ar.