στροφαῖος: Difference between revisions
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στροφαῖος''': -α, -ον, (στροφεὺς ΙΙ) ἐπίθετον τοῦ Ἑρμοῦ, ὁ ἱστάμενος ὡς θυρωρὸς κατὰ τοὺς στροφεῖς τῆς θύρας, Ἀριστοφ. Πλ. 1153, | |lstext='''στροφαῖος''': -α, -ον, (στροφεὺς ΙΙ) ἐπίθετον τοῦ Ἑρμοῦ, ὁ ἱστάμενος ὡς θυρωρὸς κατὰ τοὺς στροφεῖς τῆς θύρας, Ἀριστοφ. Πλ. 1153, μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς ἐτυμολογ. σημασίας, εὐκόλως στρεφόμενος, [[πανοῦργος]], ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ· [[ὡσαύτως]] [[στρεψαῖος]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 174, - [[ὅπερ]] ἕτεροι θεωροῦσαν ὡς κύρ. [[ὄνομα]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:24, 20 April 2021
English (LSJ)
α, ον, (A στροφεύς 11) epith. of Hermes, standing as porter at the door-hinges, Ar.Pl.1153, with a play on the etymol. meaning, twisty, shifty, v. Sch.ad loc.
German (Pape)
[Seite 956] ὁ, Beiwort des Hermes, der als Thürsteher neben den Thürangeln steht, Ar. Plut. 1153, wo der Schol. auch erklärt ἐπὶ ἀποτροπ ῇ τῶν ἄλλων κλεπτῶν u. hinzufügt ἅμα δὲ παρὰ τὸ στρέφειν τὰ πράγματα, als gleichbedeutend mit π ανοῦργος, ὁ εἰδὼς συμπλέκειν καὶ στρέφειν λόγους καὶ μηχανάς; so giebt es bei Ar. Veranlassung zu einem Wortspiele. Bei den Erythräern hieß die Artemis στροφαία, Ath. VI, 259 b.
Greek (Liddell-Scott)
στροφαῖος: -α, -ον, (στροφεὺς ΙΙ) ἐπίθετον τοῦ Ἑρμοῦ, ὁ ἱστάμενος ὡς θυρωρὸς κατὰ τοὺς στροφεῖς τῆς θύρας, Ἀριστοφ. Πλ. 1153, μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς ἐτυμολογ. σημασίας, εὐκόλως στρεφόμενος, πανοῦργος, ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ· ὡσαύτως στρεψαῖος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 174, - ὅπερ ἕτεροι θεωροῦσαν ὡς κύρ. ὄνομα.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui préside aux gonds, càd gardien des portes (Hermès).
Étymologie: στροφή.
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στροφέα της θύρας
2. (ως προσωνυμία του Ερμού) αυτός που στέκεται ως θυρωρός στους στροφείς της πόρτας, ο προστάτης της θύρας
3. μτφ. (για πρόσ.) εύστροφος, πανούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στροφή + κατάλ. -αῖος].
Greek Monotonic
στροφαῖος: -α, -ον (στροφεύς), επίθ. του Ερμή, αυτός που στέκεται ως θυρωρός στις στρόφιγγες της πόρτας· με λογοπαίγνιο στη σημασία, ευκίνητος, πανούργος, δόλιος (στρέφω), σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στροφαῖος -α -ον [στροφή] van de deur(spil); die de deur bewaakt, epit. van Hermes.
Russian (Dvoretsky)
στροφαῖος: охраняющий дверные запоры (эпитет Гермеса) Arph.
Middle Liddell
στροφαῖος, η, ον στροφεύς
epith. of Hermes, standing as porter at the door-hinges, with a play on the sense of twisty, shifty, Ar.