φορύσσω: Difference between revisions
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φορύσσω''': ἐνεργ. μόνον ἐν τῇ μετοχ. τοῦ ἀορ. φορύξας, ἴδε κατωτ. ― Μέσ. ἀόρ. ἐφορύξατο Νικ. Θηρ. 203. ― Παθ., ἐνεστ· φορύσσεται Ὀππ. Ἁλ. 5. 269· πρκμ. πεφόρυγμαι. Ὡς τὸ [[φορύνω]], [[μολύνω]], [[μιαίνω]], κηλιδῶ, φορύξας αἵματι Ὀδ Σ. 336· ὓδατι φορύξαι, σχεδὸν ὡς τὸ φυρῆσαι, ᾱναμῖξαι, Ἱππ, 619. 49· μέλιτι ἑφθῷ φορύξαντα καὶ φυρήσαντα ὁ αὐτ. 679, 34, πρβλ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 9. 39. ― Παθητ., πεφορυγμένος ἰῷ Νικ. Θηρ. 302, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 12. 500. ἰοῦ Ὀππ. Κυν, 1. 380· [[ὡσαύτως]] | |lstext='''φορύσσω''': ἐνεργ. μόνον ἐν τῇ μετοχ. τοῦ ἀορ. φορύξας, ἴδε κατωτ. ― Μέσ. ἀόρ. ἐφορύξατο Νικ. Θηρ. 203. ― Παθ., ἐνεστ· φορύσσεται Ὀππ. Ἁλ. 5. 269· πρκμ. πεφόρυγμαι. Ὡς τὸ [[φορύνω]], [[μολύνω]], [[μιαίνω]], κηλιδῶ, φορύξας αἵματι Ὀδ Σ. 336· ὓδατι φορύξαι, σχεδὸν ὡς τὸ φυρῆσαι, ᾱναμῖξαι, Ἱππ, 619. 49· μέλιτι ἑφθῷ φορύξαντα καὶ φυρήσαντα ὁ αὐτ. 679, 34, πρβλ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 9. 39. ― Παθητ., πεφορυγμένος ἰῷ Νικ. Θηρ. 302, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 12. 500. ἰοῦ Ὀππ. Κυν, 1. 380· [[ὡσαύτως]] μετὰ γενικ., λύθροιο φορύσσεται Ὀππ. Ἁλ. 5. 269. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:38, 20 April 2021
English (LSJ)
Act. only in aor. part. and inf., φορύξας, -αι (v.infr.):— Med., aor. A ἐφορύξατο Nic.Th.203:—Pass., pres. φορύσσεται Opp. H.5.269; pf. πεφόρυγμαι (v. infr.):—defile, φορύξας αἵματι Od.18.336; ὕδατι φορύξαι mix up, Hp.Mul.1.74; μέλιτι ἑφθῷ φορύξαντα καὶ φυρήσαντα Id.Steril.221, cf. VM3:—Pass., πεφορυγμένον ἰῷ Nic.Th. 302, cf. Q.S.12.550: c. gen., ἰοῦ Opp.C.1.381; λύθροιο φορύσσεται Id.H.5.269.
German (Pape)
[Seite 1301] = Vorigem; φορύξας αἵματι, nachdem er mit Blut bespritzt, besudelt hat, Od. 18, 336; πεφορυγμένος ἰῷ Nic. Th. 302; ἐφορύξατο γυῖα πηλῷ ἀλινδηθείς 204; vgl. Opp. Cyn. 1, 381.
Greek (Liddell-Scott)
φορύσσω: ἐνεργ. μόνον ἐν τῇ μετοχ. τοῦ ἀορ. φορύξας, ἴδε κατωτ. ― Μέσ. ἀόρ. ἐφορύξατο Νικ. Θηρ. 203. ― Παθ., ἐνεστ· φορύσσεται Ὀππ. Ἁλ. 5. 269· πρκμ. πεφόρυγμαι. Ὡς τὸ φορύνω, μολύνω, μιαίνω, κηλιδῶ, φορύξας αἵματι Ὀδ Σ. 336· ὓδατι φορύξαι, σχεδὸν ὡς τὸ φυρῆσαι, ᾱναμῖξαι, Ἱππ, 619. 49· μέλιτι ἑφθῷ φορύξαντα καὶ φυρήσαντα ὁ αὐτ. 679, 34, πρβλ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 9. 39. ― Παθητ., πεφορυγμένος ἰῷ Νικ. Θηρ. 302, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 12. 500. ἰοῦ Ὀππ. Κυν, 1. 380· ὡσαύτως μετὰ γενικ., λύθροιο φορύσσεται Ὀππ. Ἁλ. 5. 269.
French (Bailly abrégé)
part. ao. φορύξας;
1 souiller, salir;
2 mêler.
Étymologie: φορύνω.
English (Autenrieth)
(parallel form of φορύνω), aor. part. φορύξᾶς: defile, Od. 18.336†.
Greek Monolingual
Α
1. ανακατεύω, ζυμώνω («μέλιτι ἑφθῷ φορύξαντα καὶ φυρήσαντα», Ιπποκρ.)
2. κηλιδώνω, λερώνω («φορύξας αἵματι πολλῷ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φορύσσω (< φορυκjω) έχει σχηματιστεί από το θ. φορῠ- (βλ. λ. φορύνω) με ουρανική παρέκταση -κ- (πρβλ. θρῆνυ-ς: θρῆνυξ, μῶλυ-ς: μῶλυξ) και ενεστ. επίθημα -jω (πρβλ. μορύσσω, πλάσσω)].
Greek Monotonic
φορύσσω: αόρ. αʹ μτχ. φορύξας, μολύνω, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
φορύσσω: марать, пачкать (φορύξας αἵματι Hom.).