ἐπινίσσομαι: Difference between revisions

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπινίσσομαι''': Ἀποθ., [[ἐπέρχομαι]], [[μετὰ]] γεν., πεδίων Σοφ. Ο. Κ. 689. 2) μετ’ αἰτ., [[ἐπέρχομαι]], [[ἐπισκέπτομαι]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 817, Νικ. Θ. 470· ἀπολ., Θεόκρ. 8. 43, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 281.
|lstext='''ἐπινίσσομαι''': Ἀποθ., [[ἐπέρχομαι]], μετὰ γεν., πεδίων Σοφ. Ο. Κ. 689. 2) μετ’ αἰτ., [[ἐπέρχομαι]], [[ἐπισκέπτομαι]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 817, Νικ. Θ. 470· ἀπολ., Θεόκρ. 8. 43, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 281.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 13:00, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινίσσομαι Medium diacritics: ἐπινίσσομαι Low diacritics: επινίσσομαι Capitals: ΕΠΙΝΙΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: epiníssomai Transliteration B: epinissomai Transliteration C: epinissomai Beta Code: e)pini/ssomai

English (LSJ)

A go over, c. gen., πεδίων S.OC689 (lyr.). 2. c. acc., come upon, visit, A.R.4.817, Nic.Th.470, Pae.Delph.6: abs., Theoc. 8.43, A.R.4.281. (Written with single -σ-, Pae.Delph. l.c.)

German (Pape)

[Seite 965] darüber hingehen, πεδίων, über die Felder, Soph. O. C. 695; absol., dazu-, ankommen, Theocr. 8, 43; c. acc., καὶ γάρ τε θεοὺς ἐπινίσσεται ἄτη Ap. Rh. 4, 817, wie οὔρεα Nic. Th. 470; vgl. Qu. Sm. 12, 463.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινίσσομαι: Ἀποθ., ἐπέρχομαι, μετὰ γεν., πεδίων Σοφ. Ο. Κ. 689. 2) μετ’ αἰτ., ἐπέρχομαι, ἐπισκέπτομαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 817, Νικ. Θ. 470· ἀπολ., Θεόκρ. 8. 43, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 281.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
s’avancer sur, gén..
Étymologie: ἐπί, νίσσομαι.

Greek Monolingual

ἐπινίσσομαι, (Α)
1. πηγαίνω κάπου («πεδίων ἐπινίσσεται», Σοφ.)
2. επισκἐπτομαι («καὶ θεοὺς ἐπινίσσεται ἄτη», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νίσσομαι, παράλλ. τ. του νέομαι «επανέρχομαι»].

Greek Monotonic

ἐπινίσσομαι:1. αποθ., επέρχομαι, με γεν., σε Σοφ.
2. επισκέπτομαι, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπινίσσομαι:
1) (по чему-л.) проходить, протекать: ἐ. πεδίων Soph. протекать по равнинам;
2) проплывать (ἔνθα καλὰ Ναῖς ἐπινίσσεται Theocr.).

Middle Liddell


1. Dep. to go over, c. gen., Soph.
2. to visit, Theocr.