ἀράω: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [heracleota fut. 3<sup>a</sup> plu. ἀρασόντι <i>TEracl</i>.1.133 (IV a.C.)]<br />[[arar]] οὐδὲ τὰς hοδὼς ... ἀρασόντι no ararán los caminos</i>, <i>TEracl</i>.l.c. | |dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [heracleota fut. 3<sup>a</sup> plu. ἀρασόντι <i>TEracl</i>.1.133 (IV a.C.)]<br />[[arar]] οὐδὲ τὰς hοδὼς ... ἀρασόντι no ararán los caminos</i>, <i>TEracl</i>.l.c.<br /><b class="num">• Etimología:</b> De la raíz *<i>H2erH<sup>u̯</sup>2</i>- a la esperable formación en -άω, frente a [[ἀρόω]], q.u. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:34, 20 July 2021
English (LSJ)
A plough, οὐδὲ τὰς ὁδὼς . . ἀρασόντι Tab.Heracl.1.133. (Cf. Lat. arare.)
Greek (Liddell-Scott)
ἀράω: μέλλ. -ήσω, παλ. ῥῆμα = βλάπτω˙ οὐδὲ τὰς ὁδὼς τὰς ἀποδεδειγμένας ἀράσοντι οὐδὲ συνέρξοντι οὐδὲ κωλύσοντι πορεύεσθαι (τὸ ἀράσοντι Δωρ. ἀντὶ ἀρήσουσι) Ἡρακλεωτ. Πίν. ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 5774.133: - ἄλλως εὕρηται μόνον ἐν τῇ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. ἀρημένος [ᾱ] καὶ ἑρμηνεύεται ὑπὸ τῶν γραμμ. βεβλαμμένος, ἅπαξ ἐν Ἰλ., ὁ μὲν δὴ γήραϊ λυγρῷ κεῖται ἐνὶ μεγάροις ἀρημένος Σ. 435˙ συχνότερ. ἐν Ὀδ. ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος, καταπονημένος, (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου ludo fatigatumq. somno) 6. 2˙ τίπτε τόσον, Πολύφημ’ , ἀρημένος ὧδ’ ἐβόησας Ι. 403˙ γήρᾳ ὕπο λιπαρῷ ἀρήμενον Λ. 136˙ δύῃ ἀρημένον Σ. 53. (Ἡ ῥίζα δὲν ἐξιχνιάσθη).
French (Bailly abrégé)
= lat. arο.
Spanish (DGE)
• Morfología: [heracleota fut. 3a plu. ἀρασόντι TEracl.1.133 (IV a.C.)]
arar οὐδὲ τὰς hοδὼς ... ἀρασόντι no ararán los caminos, TEracl.l.c.
• Etimología: De la raíz *H2erHu̯2- a la esperable formación en -άω, frente a ἀρόω, q.u.
Greek Monotonic
ἀράω: (Α), = ἀράομαι, μόνο στο Επικ. απαρ. ἀρήμεναι, εύχομαι, προσεύχομαι, σε Ομήρ. Οδ.
• ἀράω: (Β), μέλ. -ήσω, αρχ. ρήμα βλάπτω, επιφέρω βλάβη· ἀράσοντι, Δωρ. αντί ἀρήσουσι, σε Επιγρ.· μτχ. Παθ. παρακ. ἀρημένος = βεβλαμμένος, καταπονημένος, ταλαιπωρημένος, σε Όμηρ.
Middle Liddell
1 = ἀράομαι
to pray, Od.
2
to damage, ἀράσοντι, doric for ἀρήσουσι, Inscr.: perf. pass. part. ἀρημένος, βεβλαμμένος, distressed, afflicted, Hom.