ἄκολπος: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "]]del " to "]] del ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον [[que carece de matriz]]del pez aguja, Ael.<i>NA</i> 15.16. | |dgtxt=-ον [[que carece de matriz]] del pez aguja, Ael.<i>NA</i> 15.16. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (Α [[ἄκολπος]], -ον) [[κόλπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[παραλία]] ή η [[χώρα]] που δεν έχει κόλπους<br /><b>αρχ.</b><br />αυτή που δεν έχει [[κόλπο]], [[κοιλιά]] (γενικότερα). | |mltxt=-ο (Α [[ἄκολπος]], -ον) [[κόλπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[παραλία]] ή η [[χώρα]] που δεν έχει κόλπους<br /><b>αρχ.</b><br />αυτή που δεν έχει [[κόλπο]], [[κοιλιά]] (γενικότερα). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:00, 20 July 2021
English (LSJ)
ον, A without sinus genitalis, of the pipe-fish, Ael.NA15.16.
German (Pape)
[Seite 76] ohne Busen, Ael. A. H. 15, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκολπος: -ον, ἄνευ κόλπου, δηλ. κοιλίας, Αἰλ. Περὶ Ζῴων 15.16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans baies ou golfes.
Étymologie: ἀ, κόλπος.
Spanish (DGE)
-ον que carece de matriz del pez aguja, Ael.NA 15.16.
Greek Monolingual
-ο (Α ἄκολπος, -ον) κόλπος
νεοελλ.
η παραλία ή η χώρα που δεν έχει κόλπους
αρχ.
αυτή που δεν έχει κόλπο, κοιλιά (γενικότερα).