ἔννυχος: Difference between revisions
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἔννῠχος) -ον | |dgtxt=(ἔννῠχος) -ον<br /><b class="num">• Morfología:</b> [compar. ἐννυχέστερος Aesop.55.1]<br /><b class="num">1</b> [[nocturno]] y en uso pred. [[de noche]] ἄγγελος ἦλθε ... ἔ. <i>Il</i>.11.716, cf. <i>h.Merc</i>.284, Maiist.45, τί ποτ' αἴρομαι ἔ. οὕτω δείμασι φάσμασιν; E.<i>Hec</i>.69, κοῖται Pi.<i>P</i>.11.25, ὄψεις A.<i>Pr</i>.645, cf. E.<i>Hec</i>.72, δεῖμά τ' ἔννυχον <i>Trag.Adesp</i>.626d, ὄνειροι E.<i>Hel</i>.1190, <i>HF</i> 112, cf. <i>Orac.Sib</i>.3.293, [[ἀλάλαγμα]] Nonn.<i>D</i>.2.172, στίβη Babr.12.16, op. ἠμάτιος Arat.580<br /><b class="num">•</b>ac. neutr. adverb. ἔννυχον [[durante la noche]] τὴν τε λοιπὴν ἐμηχανῶντο περὶ αὐτοὺς ἀσφάλειαν ἔ. LXX 3<i>Ma</i>.5.5, plu. ἔννυχα λίαν ἀναστάς <i>Eu.Marc</i>.1.35, compar. ἐννυχώτερον ταύτας ἀνίστη más de noche las levantaba</i> Aesop.55.3 (var. ἐννυχέστερον Aesop.55.1).<br /><b class="num">2</b> fig. [[que habita la oscuridad]], [[tenebroso]] de Hades, S.<i>Tr</i>.501<br /><b class="num">•</b>[[oscuro]], [[engañoso]] de los sofistas, Plu.2.1066c. | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer |
Revision as of 13:05, 20 July 2021
English (LSJ)
ον, = ἐννύχιος (by night, at night), A ἄγγελος ἦλθε . . ἔννυχος Il.11.716, cf. Maiist.16; ἔ. κοῖται Pi.P.11.25; ὄψεις A.Pr.645: neut. pl. as Adv., ἔννυχα λίαν ἀναστάς Ev.Marc.1.35: Comp. ἔννυχώτερον Aesop.110. II epithet of Hades, S.Tr.501 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 848] dasselbe; Il. 11, 716; κοῖται Pind. P. 11, 25; ὄψεις Aesch. Prom. 648; Ἅιδας Soph. Tr. 500; φόβος Eur. Rhes. 788; ὄνειρα Hel. 1206; ὄψις Hec. 72; sp. D.; – adv., bei Nacht, auch im compar. ἐννυχώτερον, noch tiefer in der Nacht, Aesop. 79; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἔννῠχος: -ον, = τῷ προηγ., ἄγγελος ἦλθε... ἔννυχος Ἰλ. Λ. 716· ἔνν. κοῖται Πίνδ. Π. 11. 39· ὄψεις Αἰσχύλ. Πρ. 645. - Ἐπίρρ., ἔννυχον, «νυχτιάτικα», Εὐαγγ. κ. Μάρκ. α΄, 35 (Lachm ἔννυχα), συγκρ. ἐννυχώτερον Αἴσ. 110, ἔκδ. Ἁλμίου (Halm.)· προσέτι ἐννύχως, Νικήτ. Εὐγ. 2. 316, Τζέτζ. ἐν Ἀνεκδ. Κραμήρου τ. 3. σ. 335, 18. ΙΙ. ἐπίθ. τοῦ ᾍδου, τὸν ἔννυχον Ἅιδαν, τὸν ἄνακτα τοῦ σκότους ᾍδην, Σοφ. Τρ. 501.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nocturne, qui agit pendant la nuit ; adv. • ἔννυχον pendant la nuit.
Étymologie: ἐν, νύξ.
English (Autenrieth)
(Il. 11.716†): in the night time.
English (Slater)
ἔννῠχος, -ον
1 nightly ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; (P. 11.25)
Spanish (DGE)
(ἔννῠχος) -ον
• Morfología: [compar. ἐννυχέστερος Aesop.55.1]
1 nocturno y en uso pred. de noche ἄγγελος ἦλθε ... ἔ. Il.11.716, cf. h.Merc.284, Maiist.45, τί ποτ' αἴρομαι ἔ. οὕτω δείμασι φάσμασιν; E.Hec.69, κοῖται Pi.P.11.25, ὄψεις A.Pr.645, cf. E.Hec.72, δεῖμά τ' ἔννυχον Trag.Adesp.626d, ὄνειροι E.Hel.1190, HF 112, cf. Orac.Sib.3.293, ἀλάλαγμα Nonn.D.2.172, στίβη Babr.12.16, op. ἠμάτιος Arat.580
•ac. neutr. adverb. ἔννυχον durante la noche τὴν τε λοιπὴν ἐμηχανῶντο περὶ αὐτοὺς ἀσφάλειαν ἔ. LXX 3Ma.5.5, plu. ἔννυχα λίαν ἀναστάς Eu.Marc.1.35, compar. ἐννυχώτερον ταύτας ἀνίστη más de noche las levantaba Aesop.55.3 (var. ἐννυχέστερον Aesop.55.1).
2 fig. que habita la oscuridad, tenebroso de Hades, S.Tr.501
•oscuro, engañoso de los sofistas, Plu.2.1066c.
English (Thayer)
ἔννυχον (νύξ), nightly, nocturnal (Homer, Pindar, Tragg.). Neuter adverbially, by night: L T Tr WH have neuter plural ἔννυχα (cf. Winer s Grammar, 463 (432); Buttmann, § 128,2).
Greek Monolingual
ἔννυχος, -ον (Α)
1. εννύχιος
2. ως επίθ. του Άδη («τὸν ἔννυχον Ἅϊδαν» — ζοφερός, σκοτεινός, Σοφ.)
3. φρ. «ἔννυχος ἠώς» — ημέρα θανάτου επιγρ.
4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἔννυχα
στην καρδιά της νύχτας («ἔννυχα λίαν ἀναστάς», ΚΔ).
επίρρ...
ἐννύχως
κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + θ. νυχ- (βλ. νύκτα)].
Greek Monotonic
ἔννῠχος: -ον = το προηγ., σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.·
I. επίρρ. ἔννυχον ή -χα, σε Καινή Διαθήκη
II. επίθ. του Άδη, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἔννῠχος: Hom., Pind., Trag. = ἐννύχιος.
Middle Liddell
ἔν-νῠχος, ον
I. = ἐννῠ́χιος, Il., Aesch.:—adv. ἔννυχον or -χα, NTest.
II. epithet of Hades, Soph.
Chinese
原文音譯:œnnucon 恩-匿罕
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:在內-夜
字義溯源:夜盡,天未亮之前,夜裏,天黑;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(νύξ)*=夜)組成
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 天黑(1) 可1:35