ιάλλω: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(17) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰάλλω]], αττ. τ. ἱάλλω (Α)<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]], [[εκτοξεύω]], [[εκσφενδονίζω]] («ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στέλνω]], [[εξαποστέλλω]] («κἀπὶ Δωδώνης... θεοπρόπους ἴαλλεν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βρίσκω]]<br /><b>4.</b> [[φεύγω]], [[τρέχω]] ή [[πετώ]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «περὶ χερσὶ δὲ δεσμόν [[ἴηλα]]» — έβαλα [[δεσμά]] στα χέρια του (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «ἐπ' ὀνείατα χεῑρας ἴαλλον» — άπλωναν τα χέρια στα φαγητά (<b>Ομ. Οδ.</b>)<br />γ) «έτάροις επί χεῑρας ἴαλλεν» — σήκωνε το [[χέρι]] να χτυπήσει τους συντρόφους (<b>Ομ. Οδ.</b>)<br />δ) «[[ἄριστον]] ἀτιμίῃσιν ἰάλλειν» — να περιβάλλει τον άριστο με ατιμίες (<b>Ομ. Οδ.</b>)<br />ε)«[[ἰάλλω]] [[ἴχνος]]» — [[πατώ]] το [[πόδι]] μου ώστε να φαίνεται η [[πατημασιά]] μου (<b>Νίκ.</b>)<br />στ) «ίάλλω ύλακήν» — [[γαβγίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. ανάγεται σε <i>ἰ</i>-<i>αλ</i>-<i>ψω</i> και εμφανίζει ενεστωτικό αναδιπλασιασμό (<i>ι</i>-), ο [[οποίος]] διατηρείται και στους άλλους χρόνους ( | |mltxt=[[ἰάλλω]], αττ. τ. ἱάλλω (Α)<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]], [[εκτοξεύω]], [[εκσφενδονίζω]] («ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στέλνω]], [[εξαποστέλλω]] («κἀπὶ Δωδώνης... θεοπρόπους ἴαλλεν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βρίσκω]]<br /><b>4.</b> [[φεύγω]], [[τρέχω]] ή [[πετώ]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «περὶ χερσὶ δὲ δεσμόν [[ἴηλα]]» — έβαλα [[δεσμά]] στα χέρια του (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «ἐπ' ὀνείατα χεῑρας ἴαλλον» — άπλωναν τα χέρια στα φαγητά (<b>Ομ. Οδ.</b>)<br />γ) «έτάροις επί χεῑρας ἴαλλεν» — σήκωνε το [[χέρι]] να χτυπήσει τους συντρόφους (<b>Ομ. Οδ.</b>)<br />δ) «[[ἄριστον]] ἀτιμίῃσιν ἰάλλειν» — να περιβάλλει τον άριστο με ατιμίες (<b>Ομ. Οδ.</b>)<br />ε)«[[ἰάλλω]] [[ἴχνος]]» — [[πατώ]] το [[πόδι]] μου ώστε να φαίνεται η [[πατημασιά]] μου (<b>Νίκ.</b>)<br />στ) «ίάλλω ύλακήν» — [[γαβγίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. ανάγεται σε <i>ἰ</i>-<i>αλ</i>-<i>ψω</i> και εμφανίζει ενεστωτικό αναδιπλασιασμό (<i>ι</i>-), ο [[οποίος]] διατηρείται και στους άλλους χρόνους ([[πρβλ]]. μέλλ. <i>ἰαλώ</i>, αόρ. <i>ἰῆλαι</i>). Η [[δασύτητα]] του τ. <i>ἱάλλω</i>, που μαρτυρείται στον Ηρωδιανό και στους τ. <i>φιαλείς</i>, <i>φιαλούμεν</i> (Αριστοφάνης) [[αντί]] <i>επ</i>-<i>ιαλ</i>-, μπορεί να ερμηνευθεί από [[σύνδεση]] του με το [[ἅλλομαι]] «[[πηδώ]]». Φαίνεται όμως πιθανότερο ότι η [[δασύτητα]] αυτή οφείλεται σε παρετυμολογική [[σύνδεση]] του <i>ἱάλλω</i> με το [[ἵημι]] «[[ρίχνω]]». Το [[ἰάλλω]] συνδέεται ετυμολογικώς με τον αρχ. ινδ. αθέματο ενεστ. (με αναδιπλασιασμό) <i>iy</i>-<i>ar</i>-<i>ti</i> «[[θέτω]] σε [[κίνηση]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[απιάλλω]], <i>εξιάλλω</i>, [[επιάλλω]], [[επιπροϊάλλω]], <i>εσιάλλω</i>, [[περιιάλλω]], [[προϊάλλω]], [[φιάλλω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἰάλλω, αττ. τ. ἱάλλω (Α)
1. ρίχνω, εκτοξεύω, εκσφενδονίζω («ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν», Ομ. Ιλ.)
2. στέλνω, εξαποστέλλω («κἀπὶ Δωδώνης... θεοπρόπους ἴαλλεν», Αισχύλ.)
3. βρίσκω
4. φεύγω, τρέχω ή πετώ
5. φρ. α) «περὶ χερσὶ δὲ δεσμόν ἴηλα» — έβαλα δεσμά στα χέρια του (Ομ. Ιλ.)
β) «ἐπ' ὀνείατα χεῑρας ἴαλλον» — άπλωναν τα χέρια στα φαγητά (Ομ. Οδ.)
γ) «έτάροις επί χεῑρας ἴαλλεν» — σήκωνε το χέρι να χτυπήσει τους συντρόφους (Ομ. Οδ.)
δ) «ἄριστον ἀτιμίῃσιν ἰάλλειν» — να περιβάλλει τον άριστο με ατιμίες (Ομ. Οδ.)
ε)«ἰάλλω ἴχνος» — πατώ το πόδι μου ώστε να φαίνεται η πατημασιά μου (Νίκ.)
στ) «ίάλλω ύλακήν» — γαβγίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται σε ἰ-αλ-ψω και εμφανίζει ενεστωτικό αναδιπλασιασμό (ι-), ο οποίος διατηρείται και στους άλλους χρόνους (πρβλ. μέλλ. ἰαλώ, αόρ. ἰῆλαι). Η δασύτητα του τ. ἱάλλω, που μαρτυρείται στον Ηρωδιανό και στους τ. φιαλείς, φιαλούμεν (Αριστοφάνης) αντί επ-ιαλ-, μπορεί να ερμηνευθεί από σύνδεση του με το ἅλλομαι «πηδώ». Φαίνεται όμως πιθανότερο ότι η δασύτητα αυτή οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση του ἱάλλω με το ἵημι «ρίχνω». Το ἰάλλω συνδέεται ετυμολογικώς με τον αρχ. ινδ. αθέματο ενεστ. (με αναδιπλασιασμό) iy-ar-ti «θέτω σε κίνηση».
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. απιάλλω, εξιάλλω, επιάλλω, επιπροϊάλλω, εσιάλλω, περιιάλλω, προϊάλλω, φιάλλω.