ισόρροπος: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰσόρροπος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ρέπει [[εξίσου]] και [[προς]] τα δύο μέρη, αυτός που έχει [[ισορροπία]]<br /><b>2.</b> αυτός που αντισταθμίζει ακριβώς κάποιον [[άλλο]] («ισόρροπες δυνάμεις»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ισάξιος]]<br /><b>2.</b> [[ισοδύναμος]]<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει [[εξίσου]] σε δύο διαφορετικούς χώρους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[οστό]]) [[κυλινδρικός]]<br /><b>2.</b> (για αγώνα ή [[μάχη]]) [[αμφίρροπος]]<br /><b>3.</b> (για χρυσό) αυτός που έχει ίσο [[βάρος]] με κάποιον [[άλλο]], ο [[ισοβαρής]]<br /><b>4.</b> [[ανάλογος]] («[[ἰσόρροπος]]... ὁ [[λόγος]] τῶν ἔργων φανείη», <b>Θουκ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισορρόπως</i> και <i>ισόρροπα</i> (Α ἰσορρόπως) με ισόρροπο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ροπή]] με διπλασιασμό του αρκτικού -<i>ρ</i>- εν συνθέσει λόγω του προηγούμενου βραχέος φωνήεντος), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιθύ</i>-<i>ροπος</i>, <i>ομοιό</i>-<i>ρροπος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰσόρροπος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ρέπει [[εξίσου]] και [[προς]] τα δύο μέρη, αυτός που έχει [[ισορροπία]]<br /><b>2.</b> αυτός που αντισταθμίζει ακριβώς κάποιον [[άλλο]] («ισόρροπες δυνάμεις»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ισάξιος]]<br /><b>2.</b> [[ισοδύναμος]]<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει [[εξίσου]] σε δύο διαφορετικούς χώρους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[οστό]]) [[κυλινδρικός]]<br /><b>2.</b> (για αγώνα ή [[μάχη]]) [[αμφίρροπος]]<br /><b>3.</b> (για χρυσό) αυτός που έχει ίσο [[βάρος]] με κάποιον [[άλλο]], ο [[ισοβαρής]]<br /><b>4.</b> [[ανάλογος]] («[[ἰσόρροπος]]... ὁ [[λόγος]] τῶν ἔργων φανείη», <b>Θουκ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισορρόπως</i> και <i>ισόρροπα</i> (Α ἰσορρόπως) με ισόρροπο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ροπή]] με διπλασιασμό του αρκτικού -<i>ρ</i>- εν συνθέσει λόγω του προηγούμενου βραχέος φωνήεντος), [[πρβλ]]. <i>ιθύ</i>-<i>ροπος</i>, <i>ομοιό</i>-<i>ρροπος</i>].
}}
}}

Revision as of 10:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰσόρροπος, -ον)
1. αυτός που ρέπει εξίσου και προς τα δύο μέρη, αυτός που έχει ισορροπία
2. αυτός που αντισταθμίζει ακριβώς κάποιον άλλο («ισόρροπες δυνάμεις»)
μσν.
1. ισάξιος
2. ισοδύναμος
3. αυτός που ανήκει εξίσου σε δύο διαφορετικούς χώρους
αρχ.
1. (για οστό) κυλινδρικός
2. (για αγώνα ή μάχη) αμφίρροπος
3. (για χρυσό) αυτός που έχει ίσο βάρος με κάποιον άλλο, ο ισοβαρής
4. ανάλογοςἰσόρροπος... ὁ λόγος τῶν ἔργων φανείη», Θουκ.).
επίρρ...
ισορρόπως και ισόρροπα (Α ἰσορρόπως) με ισόρροπο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ρροπος (< ροπή με διπλασιασμό του αρκτικού -ρ- εν συνθέσει λόγω του προηγούμενου βραχέος φωνήεντος), πρβλ. ιθύ-ροπος, ομοιό-ρροπος].