καθεκτικός: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καθεκτικός]], -ή, -όν (Α) [[καθέκτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή τη [[δυνατότητα]] να κατέχει, να κρατεί, να συγκρατεί [[κάτι]], [[συνεκτικός]] («ἡ [[μνήμη]] [[ἕξις]] καθεκτικὴ ὑπολήψεως», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καθεκτικῶς</i> (Α)<br />με καθεκτικό τρόπο (φρ. «καθεκτικῶς ἔχω» — [[κατέχω]], [[συγκρατώ]], [[διατηρώ]] στη [[μνήμη]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καθ</i>-[[εκτός]], ρηματ. επίθ., | |mltxt=[[καθεκτικός]], -ή, -όν (Α) [[καθέκτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή τη [[δυνατότητα]] να κατέχει, να κρατεί, να συγκρατεί [[κάτι]], [[συνεκτικός]] («ἡ [[μνήμη]] [[ἕξις]] καθεκτικὴ ὑπολήψεως», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καθεκτικῶς</i> (Α)<br />με καθεκτικό τρόπο (φρ. «καθεκτικῶς ἔχω» — [[κατέχω]], [[συγκρατώ]], [[διατηρώ]] στη [[μνήμη]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καθ</i>-[[εκτός]], ρηματ. επίθ., [[πρβλ]]. <i>αν</i>-<i>εκτ</i>-<i>ικός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>-[[εκτός]]), <i>προσ</i>-<i>εκτ</i>-<i>ικός</i> (<span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>προσ</i>-[[εκτός]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κᾰθεκτικός:''' обладающий способностью удерживания или задержки (τοῦ πνεύματος Arst.). | |elrutext='''κᾰθεκτικός:''' обладающий способностью удерживания или задержки (τοῦ πνεύματος Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 10:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ή, όν, A capable of holding or retaining, ἡ μνήμη ἕξις κ. ὑπολήψεως Arist.Top.125b18; κ. δύναμις Gal.1.654, Alex.Aphr.Pr.2.60; τὸ κ. καὶ ἰξῶδες Artem.2.14: c. gen., κ. τοῦ πνεύματος, opp. προετικός, Arist.Pr.963a21 (Comp.). Adv. -κῶς, ἔχειν τῶν μαθημάτων Marin.Procl.5.
German (Pape)
[Seite 1283] ή, όν, an-, fest-, zurückhaltend; κοτυληδόνας καθεκτικὰς ὧν λαμβάνουσι Arist. H. A. 10, 3; Sp., καὶ ἰξῶδες Artemid. 2, 14.
Greek (Liddell-Scott)
καθεκτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς εἰς τὸ νὰ κρατῇ ἢ κατέχῃ τι, ἡ μνήμη ἕξις καθ. ὑπολήψεως Ἀριστ. Τοπ. 4. 5, 1, πρβλ. π. τὰ Ἱστ. 10. 3, 3. 2) ἱκανὸς νὰ κρατῇ ἐντός, τοῦ πνεύματος ἀντίθετον τῷ προετικός, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 33. 15, 4· καθεκτικός, ἔχων τὴν δύναμιν νὰ συγκρατῇ, συνεκτικός, Ἀλέξ. Ἀφρ. ἐν Προβλ. 2. 60.
Greek Monolingual
καθεκτικός, -ή, -όν (Α) καθέκτης
1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή τη δυνατότητα να κατέχει, να κρατεί, να συγκρατεί κάτι, συνεκτικός («ἡ μνήμη ἕξις καθεκτικὴ ὑπολήψεως», Αριστοτ.).
επίρρ...
καθεκτικῶς (Α)
με καθεκτικό τρόπο (φρ. «καθεκτικῶς ἔχω» — κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ στη μνήμη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθ-εκτός, ρηματ. επίθ., πρβλ. αν-εκτ-ικός (< αν-εκτός), προσ-εκτ-ικός (< αμάρτυρο προσ-εκτός)].
Russian (Dvoretsky)
κᾰθεκτικός: обладающий способностью удерживания или задержки (τοῦ πνεύματος Arst.).