κακόσιτος: Difference between revisions
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br />(Α [[κακόσιτος]], -ον)<br />αυτός που υποσιτίζεται, που δεν τρέφεται καλά, [[κακοθρεμμένος]], [[ισχνός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δύσκολος]] στο [[φαγητό]], αυτός που δεν έχει όρεξη για [[τροφή]], ανόρεχτος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δύσκολα ευχαριστιέται με [[κάτι]], [[δύσκολος]], [[απαιτητικός]] («πρὸς τὴν Κύπριν οὐ [[κακόσιτος]]», επίγρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σίτος]]), | |mltxt=-η, -ο<br />(Α [[κακόσιτος]], -ον)<br />αυτός που υποσιτίζεται, που δεν τρέφεται καλά, [[κακοθρεμμένος]], [[ισχνός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δύσκολος]] στο [[φαγητό]], αυτός που δεν έχει όρεξη για [[τροφή]], ανόρεχτος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δύσκολα ευχαριστιέται με [[κάτι]], [[δύσκολος]], [[απαιτητικός]] («πρὸς τὴν Κύπριν οὐ [[κακόσιτος]]», επίγρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σίτος]]), [[πρβλ]]. <i>μετριό</i>-<i>σιτος</i>, <i>φιλό</i>-<i>σιτος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:20, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A eating badly, i. e. having a poor appetite, fastidious, Hp.Steril.215, Eub.17; ὁ περὶ τὰ σιτία δυσχερής Pl. R.475c, Ael.NA3.45, cf. Arr.Cyn.8.2. 2 metaph., fastidious, πρὸς Κύπριν οὐ κ. (of Priapus), Ἀρχ.Δελτ. 2 App.47 (Thyrrheum).
German (Pape)
[Seite 1303] Mangel an Eßlust habend, Eubul. bei Ath. VI, 248 c; Ggstz von φιλόσιτος, Plat. Rep. V, 475 c; ekel, Ael. H. A. 3, 45.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans appétit ; dégoûté.
Étymologie: κακός, σῖτος.
Greek Monolingual
-η, -ο
(Α κακόσιτος, -ον)
αυτός που υποσιτίζεται, που δεν τρέφεται καλά, κακοθρεμμένος, ισχνός
αρχ.
1. δύσκολος στο φαγητό, αυτός που δεν έχει όρεξη για τροφή, ανόρεχτος
2. μτφ. αυτός που δύσκολα ευχαριστιέται με κάτι, δύσκολος, απαιτητικός («πρὸς τὴν Κύπριν οὐ κακόσιτος», επίγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -σιτος (< σίτος), πρβλ. μετριό-σιτος, φιλό-σιτος].
Greek Monotonic
κᾰκόσῑτος: -ον, δύσκολος ως προς την τροφή, δηλ. αυτός που δεν έχει όρεξη, δυσκολοϊκανοποίητος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόσῑτος: не имеющий аппетита, чувствующий отвращение к пище Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόσιτος -ον [κακός, σῖτος] met slechte eetlust.
Middle Liddell
κᾰκό-σῑτος, ον
eating badly, i. e. having no appetite, fastidious, Plat.